παραφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
(6_4)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραφύλαξ''': -ᾰκος, ὁ, ὁ [[φύλαξ]], [[φρουρός]], Σουΐδ. ἐν λ. [[δεξιολάβος]]. 2) βοηθὸς [[φύλακος]], Στουδ. 1232Β. 3) [[ἀξιωματικός]] τις ἐν ταῖς Ἀσιατικαῖς πόλεσιν, ἴδε [[παραφυλάσσω]] ΙΙΙ.
|lstext='''παραφύλαξ''': -ᾰκος, ὁ, ὁ [[φύλαξ]], [[φρουρός]], Σουΐδ. ἐν λ. [[δεξιολάβος]]. 2) βοηθὸς [[φύλακος]], Στουδ. 1232Β. 3) [[ἀξιωματικός]] τις ἐν ταῖς Ἀσιατικαῖς πόλεσιν, ἴδε [[παραφυλάσσω]] ΙΙΙ.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που παραφυλάει, [[φύλακας]], [[φρουρός]]<br /><b>2.</b> [[βοηθός]] φύλακα<br /><b>3.</b> [[αξιωματικός]] στις ασιατικές πόλεις, [[αρχηγός]] της φρουράς που ήταν συγκροτημένη από παραφυλακίτες.
}}
}}

Revision as of 12:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραφύλαξ Medium diacritics: παραφύλαξ Low diacritics: παραφύλαξ Capitals: ΠΑΡΑΦΥΛΑΞ
Transliteration A: paraphýlax Transliteration B: paraphylax Transliteration C: parafylaks Beta Code: parafu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ,

   A watcher, guard, BCH32.499 (Aphrodisias), Suid.s.v.δεξιολάβος.

German (Pape)

[Seite 507] ακος, ὁ, Wächter, Beobachter, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παραφύλαξ: -ᾰκος, ὁ, ὁ φύλαξ, φρουρός, Σουΐδ. ἐν λ. δεξιολάβος. 2) βοηθὸς φύλακος, Στουδ. 1232Β. 3) ἀξιωματικός τις ἐν ταῖς Ἀσιατικαῖς πόλεσιν, ἴδε παραφυλάσσω ΙΙΙ.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
1. αυτός που παραφυλάει, φύλακας, φρουρός
2. βοηθός φύλακα
3. αξιωματικός στις ασιατικές πόλεις, αρχηγός της φρουράς που ήταν συγκροτημένη από παραφυλακίτες.