παυσίμαχος: Difference between revisions
From LSJ
πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)
(6_18) |
(31) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παυσίμᾰχος''': -ον, ὁ καταπαύων τὴν μάχην, Συλλ. Ἐπιγρ. 666 (Προσθῆκ.). | |lstext='''παυσίμᾰχος''': -ον, ὁ καταπαύων τὴν μάχην, Συλλ. Ἐπιγρ. 666 (Προσθῆκ.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>επιγρ.</b> αυτός που καταπαύει τη [[μάχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]], <span style="color: red;"><</span> θ. <i>παυσ</i>(<i>ι</i>)- του [[παύω]] (<b>πρβλ.</b> [[παῦσις]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>λυσί</i>-<i>μαχος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 538] den Kampf endigend, Inscr. 666.
Greek (Liddell-Scott)
παυσίμᾰχος: -ον, ὁ καταπαύων τὴν μάχην, Συλλ. Ἐπιγρ. 666 (Προσθῆκ.).
Greek Monolingual
-ον, Α
επιγρ. αυτός που καταπαύει τη μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι)- του παύω (πρβλ. παῦσις) + -μαχος (< μάχομαι), πρβλ. λυσί-μαχος].