παυστήρ: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆρος;<br /><i>adj. m.</i><br />qui fait cesser, qui met fin à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[παύω]].
|btext=ῆρος;<br /><i>adj. m.</i><br />qui fait cesser, qui met fin à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[παύω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br />αυτός που καταπαύει ή διώχνει [[κάτι]], αυτός που ανακουφίζει από [[κάτι]] («Ἀσκληπιὸν παυστῆρα πέμψω σῆς νόσου», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>παυ</i>- του [[παύω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τιμωρη</i>-<i>τήρ</i>). Το -<i>σ</i>- του τ. [[είναι]] αναλογικό [[προς]] το -<i>σ</i>- του αορ. <i>ἔπαυσα</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[παύω]])].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παυστήρ Medium diacritics: παυστήρ Low diacritics: παυστήρ Capitals: ΠΑΥΣΤΗΡ
Transliteration A: paustḗr Transliteration B: paustēr Transliteration C: pafstir Beta Code: pausth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A one who stops or relieves, νόσου S.Ph.1438, cf. El.304, Alex.240.9.

German (Pape)

[Seite 538] ῆρος, ὁ, der Aufhörenmachende, Stillende, Lindernde, Heilende, νόσου, Soph. Phil. 1438 El. 304; der Schlaf heißt παυστὴρ βροτείων νόσων, Alexis bei Ath. X, 449 e.

Greek (Liddell-Scott)

παυστήρ: ῆρος, ὁ, ὁ καταπαύων ἢ ἀνακουφίζων, Ἀσκληπιὸν παυστῆρα πέμψω σῆς νόσου Σοφ. Φιλ. 1438, πρβλ. Ἠλ. 304, ὕπνος, βροτείων, ὦ κόρη, παυστὴρ πόνων Ἄλεξις ἐν «Ὕπνῳ» 1.

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
adj. m.
qui fait cesser, qui met fin à, gén..
Étymologie: παύω.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
αυτός που καταπαύει ή διώχνει κάτι, αυτός που ανακουφίζει από κάτι («Ἀσκληπιὸν παυστῆρα πέμψω σῆς νόσου», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παυ- του παύω + κατάλ. -τήρ (πρβλ. τιμωρη-τήρ). Το -σ- του τ. είναι αναλογικό προς το -σ- του αορ. ἔπαυσα (βλ. και λ. παύω)].