πεδόβροχος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
(6_14)
 
(31)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεδόβροχος''': ὁ, [[βρόχος]] ποδῶν, [[εἶδος]] βρόχου δι’ οὗ συνελάμβανον ἐκ τῶν ποδῶν πτηνά, κοινῶς «συρτοθηλειά·, ἄλλους τε πολλοὺς (δηλ. νεοσσοὺς) ἑλκύω πεδοβρόχοις Θεόδ. Πρόδρ. ἐν Notitt. Mss. τ. 1, 2, σ. 185.
|lstext='''πεδόβροχος''': ὁ, [[βρόχος]] ποδῶν, [[εἶδος]] βρόχου δι’ οὗ συνελάμβανον ἐκ τῶν ποδῶν πτηνά, κοινῶς «συρτοθηλειά·, ἄλλους τε πολλοὺς (δηλ. νεοσσοὺς) ἑλκύω πεδοβρόχοις Θεόδ. Πρόδρ. ἐν Notitt. Mss. τ. 1, 2, σ. 185.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Μ<br />[[είδος]] βρόχου με τον οποίο έπιαναν τα πουλιά από τα πόδια, συρτοθηλειά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πεδ</i>- της λ. [[πέζα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πεδja</i>), δωρ. τ. για το [[πούς]] (<b>βλ. λ.</b> [[πούς]], [[πέζα]]) <span style="color: red;">+</span> [[βρόχος]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:15, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

πεδόβροχος: ὁ, βρόχος ποδῶν, εἶδος βρόχου δι’ οὗ συνελάμβανον ἐκ τῶν ποδῶν πτηνά, κοινῶς «συρτοθηλειά·, ἄλλους τε πολλοὺς (δηλ. νεοσσοὺς) ἑλκύω πεδοβρόχοις Θεόδ. Πρόδρ. ἐν Notitt. Mss. τ. 1, 2, σ. 185.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
είδος βρόχου με τον οποίο έπιαναν τα πουλιά από τα πόδια, συρτοθηλειά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεδ- της λ. πέζα (< πεδja), δωρ. τ. για το πούς (βλ. λ. πούς, πέζα) + βρόχος].