πεζοφανής: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
(6_7)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεζοφᾰνής''': -ές, (φαίνομαι) [[ὅμοιος]] πρὸς πεζὸν λόγον Ρήτορες (Walz) 5. 472.
|lstext='''πεζοφᾰνής''': -ές, (φαίνομαι) [[ὅμοιος]] πρὸς πεζὸν λόγον Ρήτορες (Walz) 5. 472.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />([[ιδίως]] για λόγο) ο όμοιος με τον πεζό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεζός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαν</i>- του [[φαίνω]] / [[φαίνομαι]], <b>πρβλ.</b> παθ. αόρ. β' <i>ἐ</i>-<i>φάν</i>-<i>ην</i>), <b>πρβλ.</b> <i>μεγαλο</i>-<i>φανής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεζοφᾰνής Medium diacritics: πεζοφανής Low diacritics: πεζοφανής Capitals: ΠΕΖΟΦΑΝΗΣ
Transliteration A: pezophanḗs Transliteration B: pezophanēs Transliteration C: pezofanis Beta Code: pezofanh/s

English (LSJ)

ές, (φαίνομαι)

   A like prose, Procl.in Alc.p.292 C. (Comp.).

German (Pape)

[Seite 543] ές, wie Prosa aussehend, der Prosa ähnlich, sp. Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

πεζοφᾰνής: -ές, (φαίνομαι) ὅμοιος πρὸς πεζὸν λόγον Ρήτορες (Walz) 5. 472.

Greek Monolingual

-ές, Α
(ιδίως για λόγο) ο όμοιος με τον πεζό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -φανής (< θ. φαν- του φαίνω / φαίνομαι, πρβλ. παθ. αόρ. β' -φάν-ην), πρβλ. μεγαλο-φανής].