πεντάρα: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
(31)
(No difference)

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Greek Monolingual

η
1. χάλκινο ή μεταλλικό νόμισμα αξίας πέντε λεπτών, το οποίο χρησιμοποιούσαν παλαιότερα και ισοδυναμούσε με το 1/20 της δραχμής ή με μισή δεκάρα
2. το κοκάλινο ορθογώνιο πούλι του ντόμινου που φέρει το κάθε μισό του ανά πέντε στίγματα, διπλό πέντε
3. ομάδα ή σύνολο από πέντε ομοειδή αντικείμενα, πεντάδα
4. στρατ. ονομασία πειθαρχικής φυλάκισης που διαρκεί πέντε ημέρες
5. φρ. α) «δεν αξίζει μια πεντάρα» — ή «δεν αξίζει πεντάρα»
(για πρόσ. ή πράγματα) είναι εντελώς ασήμαντος, μηδαμινής αξίας
β) «δεν έχω πεντάρα» — δεν έχω καθόλου χρήματα, είμαι αδέκαρος
γ) «δεν δίνω πεντάρα» — αδιαφορώ τελείως
δ) «μιας πεντάρας δουλειά δεν είναι άξιος να κάνει» — είναι εντελώς ανίκανος να φέρει σε πέρας κάτι
6. στον πληθ. πεντάρες
(σε παιχνίδι) η περίπτωση κατά την οποία και τα δύο ζάρια δείχνουν τον αριθμό πέντε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέντε + κατάλ. -άρα (πρβλ. δεκ-άρα)].