πεντώροφος: Difference between revisions
From LSJ
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
(6_15) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πεντώροφος''': -ον, ([[ὄροφος]]) ὁ ἐκ [[πέντε]] ὀροφῶν συνιστάμενος, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 1.3, Διόδ. 1. 45, κτλ.· ― ὁ [[τύπος]] πεντόροφος [[εἶναι]] ἡμαρτημένος, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 709. | |lstext='''πεντώροφος''': -ον, ([[ὄροφος]]) ὁ ἐκ [[πέντε]] ὀροφῶν συνιστάμενος, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 1.3, Διόδ. 1. 45, κτλ.· ― ὁ [[τύπος]] πεντόροφος [[εἶναι]] ἡμαρτημένος, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 709. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[πενταώροφος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (ὄροφος)
A with five stories, D.H.Rh.1.3, D.S. 1.45, etc.
German (Pape)
[Seite 559] mit od. von fünf Decken od. Stockwerken, D. Hal. rhet. 1, 3, vgl. de C. V. p. 203 u. Lob. Phryn. 709.
Greek (Liddell-Scott)
πεντώροφος: -ον, (ὄροφος) ὁ ἐκ πέντε ὀροφῶν συνιστάμενος, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 1.3, Διόδ. 1. 45, κτλ.· ― ὁ τύπος πεντόροφος εἶναι ἡμαρτημένος, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 709.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
βλ. πενταώροφος.