περιοδονίκης: Difference between revisions

From LSJ

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
(6_3)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιοδονίκης''': [νῑ], ου, ὁ, ἴδε ἐν λ. [[περίοδος]] IV. 2.
|lstext='''περιοδονίκης''': [νῑ], ου, ὁ, ἴδε ἐν λ. [[περίοδος]] IV. 2.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[αθλητής]], [[νικητής]] και στους [[τέσσερεις]] μεγάλους αγώνες της αρχαίας Ελλάδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περίοδος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>νίκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νίκη]])].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιοδονίκης Medium diacritics: περιοδονίκης Low diacritics: περιοδονίκης Capitals: ΠΕΡΙΟΔΟΝΙΚΗΣ
Transliteration A: periodoníkēs Transliteration B: periodonikēs Transliteration C: periodonikis Beta Code: periodoni/khs

English (LSJ)

[νῑ], ου, ὁ,

   A one who gains victories in all the great games (cf. περίοδος IV. 2), IG3.809, 5(1).669, al., Ph.2.438, POxy.1643.2 (iii A. D.), D.C.63.8, al.

German (Pape)

[Seite 584] ὁ, s. ἡ περίοδος, D. Cass. 63, 8.

Greek (Liddell-Scott)

περιοδονίκης: [νῑ], ου, ὁ, ἴδε ἐν λ. περίοδος IV. 2.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αθλητής, νικητής και στους τέσσερεις μεγάλους αγώνες της αρχαίας Ελλάδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περίοδος + -νίκης (< νίκη)].