περίστομος: Difference between revisions

From LSJ

πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται → sleep allows one to go without food

Source
(6_15)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περίστομος''': -ον, ([[στόμα]]) ὁ παρουσιάζων [[πανταχόθεν]] [[στόμα]] [[ἤτοι]] [[μέτωπον]], ἐπὶ στρατοῦ, Αἰν. Τακτ.
|lstext='''περίστομος''': -ον, ([[στόμα]]) ὁ παρουσιάζων [[πανταχόθεν]] [[στόμα]] [[ἤτοι]] [[μέτωπον]], ἐπὶ στρατοῦ, Αἰν. Τακτ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει από [[παντού]] στόματα<br /><b>2.</b> (για στρατό) αυτός που έχει μέτωπα [[γύρω]] [[γύρω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), <b>πρβλ.</b> [[αμφί]]-<i>στομος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίστομος Medium diacritics: περίστομος Low diacritics: περίστομος Capitals: ΠΕΡΙΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: perístomos Transliteration B: peristomos Transliteration C: peristomos Beta Code: peri/stomos

English (LSJ)

ον,

   A presenting a front all round, τετράπλευρον Ascl. Tact.11.6.

German (Pape)

[Seite 594] rings herum oder auf beiden Seiten, od. mehrere Oeffnungen habend, Ael. Tact.

Greek (Liddell-Scott)

περίστομος: -ον, (στόμα) ὁ παρουσιάζων πανταχόθεν στόμα ἤτοι μέτωπον, ἐπὶ στρατοῦ, Αἰν. Τακτ.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει από παντού στόματα
2. (για στρατό) αυτός που έχει μέτωπα γύρω γύρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -στομος (< στόμα), πρβλ. αμφί-στομος].