πιτυρίτης: Difference between revisions
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
(6_19) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῐτῡρίτης''': -ου, ὁ, ἴδε [[πιτυρίας]]. | |lstext='''πῐτῡρίτης''': -ου, ὁ, ἴδε [[πιτυρίας]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ<br />(ενν. [[άρτος]]) [[ψωμί]] παρασκευαζόμενο από πιτυρούχο [[αλεύρι]], [[πιτυρίας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίτυρον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]], που απαντά και σε άλλες ονομασίες άρτου (<b>πρβλ.</b> <i>ζυμ</i>-[[ίτης]], <i>ιπ</i>-[[ίτης]], <i>κριβαν</i>-[[ίτης]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 29 September 2017
English (LSJ)
[ρῑ] ἄρτος,
A = πιτυρίας, Philem.Gloss. ap. Ath.3.114e, Gal.8.184.
German (Pape)
[Seite 622] ὁ, = πιτυρίας, Ath. III, 114 e.
Greek (Liddell-Scott)
πῐτῡρίτης: -ου, ὁ, ἴδε πιτυρίας.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
(ενν. άρτος) ψωμί παρασκευαζόμενο από πιτυρούχο αλεύρι, πιτυρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυρον + κατάλ. -ίτης, που απαντά και σε άλλες ονομασίες άρτου (πρβλ. ζυμ-ίτης, ιπ-ίτης, κριβαν-ίτης)].