πλεονέκτης: Difference between revisions

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
(T22)
(33)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=πλεονέκτου, ὁ ([[πλέον]] and [[ἔχω]]);<br /><b class="num">1.</b> [[one]] [[eager]] to [[have]] [[more]], [[especially]] [[what]] belongs to others ([[Thucydides]] 1,40, 1 (cf. [[Herodotus]] 7,158)); [[Xenophon]], mem. 1,5, 3);<br /><b class="num">2.</b> [[greedy]] of [[gain]], [[covetous]]: Sirach 14:9.
|txtha=πλεονέκτου, ὁ ([[πλέον]] and [[ἔχω]]);<br /><b class="num">1.</b> [[one]] [[eager]] to [[have]] [[more]], [[especially]] [[what]] belongs to others ([[Thucydides]] 1,40, 1 (cf. [[Herodotus]] 7,158)); [[Xenophon]], mem. 1,5, 3);<br /><b class="num">2.</b> [[greedy]] of [[gain]], [[covetous]]: Sirach 14:9.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και πλεονέχτης, θηλ. πλεονέχτρα Ν, θηλ. πλεονέκτις, ΜΑ<br />αυτός που επιδιώκει να έχει περισσότερα από όσα [[κάποιος]] [[άλλος]] ή οι άλλοι γενικώς και [[συνήθως]] να αποκτήσει [[κάτι]] που δεν το δικαιούται («πᾱς [[πόρνος]] ἤ [[ἀκάθαρτος]] ἤ [[πλεονέκτης]]... οὐκ ἔχει κληρονομίαν», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που ξεπερνά κάποιον σε [[ευστροφία]] ή [[πονηρία]] («... καὶ ἐπίβουλον [[εἶναι]] καὶ κρυψίνουν... καὶ ἐν παντὶ πλεονέκτην τῶν πολεμίων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μαθημ.</b> [[υπερτελής]] [[αριθμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλέον]], ουδ. του [[πλείων]] / [[πλέων]] <span style="color: red;">+</span> -<i>έκτης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>έκτης</i>, <i>καχ</i>-<i>έκτης</i>].
}}
}}

Revision as of 12:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλεονέκτης Medium diacritics: πλεονέκτης Low diacritics: πλεονέκτης Capitals: ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΣ
Transliteration A: pleonéktēs Transliteration B: pleonektēs Transliteration C: pleonektis Beta Code: pleone/kths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A = ὁ πλέον ἔχων, one who has or claims more than his due, greedy, grasping, Th.1.40, etc.: as Adj. λόγος π. a greedy, arrogant speech, Hdt.7.158: Sup. πλεονεκτίστατος X.Mem.1.2.12.    2 ἐν παντὶ πλεονέκτην τῶν πολεμίων making gain from their losses, Id.Cyr.1.6.27.    3 metaph. in Math., of τὸ ὑπερτελές, Iamb.in Nic.p.32 P.

German (Pape)

[Seite 630] ὁ, der mehr haben will, der Habsüchtige, Eigennützige; καὶ βίαιος, Thuc. 1, 40; τῶν πολεμίων, Xen. Cyr. 1, 6, 27, der aus dem Unfalle des Feindes Vortheil zieht; τῶν ἄλλων ἀφαιρούμενοι χρήματα, Mem. 1, 5, 3; καὶ δημαγωγικός, Pol. 15, 21, 1; dah. anmaßlich, λόγος, Her. 7, 158; Sp. – Einen superl. πλεονεκτίστατος dat mit βιαιότατος vrbdn Xen. Mem. 1, 2, 12.

Greek (Liddell-Scott)

πλεονέκτης: -ου, ὁ, = ὁ πλέον ἔχων, ὁ ἔχων ἢ ἀπαιτῶν πλείω τῶν ὅσα δικαιοῦται, ἄπληστος, ἅρπαξ, ἀλαζών, Θουκ. 1. 40, κτλ.· ― ὡς ἐπίθ., λόγος πλ., λόγος ἄπληστος, ἀλαζονικός, Ἡρόδ. 7. 158· ὑπερθ. πλεονεκτίστατος, διάφ. γραφ. ἀντὶ κλεπτίστατος, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 11. 2) ἐν παντὶ πλεονέκτην τῶν πολεμίων, κερδαίνοντα ἐκ τῶν σφαλμάτων ἢ ἀποτυχιῶν τῶν ἐχθρῶν, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 1. 6, 27. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 178.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui cherche à avoir plus que les autres ou plus qu’il ne doit :
1 cupide, ambitieux ; arrogant;
2 qui profite de ses avantages sur, gén.
Sp. πλεονεκτίστατος.
Étymologie: πλεονεκτέω.

English (Strong)

from πλείων and ἔχω; holding (desiring) more, i.e. eager for gain (avaricious, hence a defrauder): covetous.

English (Thayer)

πλεονέκτου, ὁ (πλέον and ἔχω);
1. one eager to have more, especially what belongs to others (Thucydides 1,40, 1 (cf. Herodotus 7,158)); Xenophon, mem. 1,5, 3);
2. greedy of gain, covetous: Sirach 14:9.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και πλεονέχτης, θηλ. πλεονέχτρα Ν, θηλ. πλεονέκτις, ΜΑ
αυτός που επιδιώκει να έχει περισσότερα από όσα κάποιος άλλος ή οι άλλοι γενικώς και συνήθως να αποκτήσει κάτι που δεν το δικαιούται («πᾱς πόρνοςἀκάθαρτοςπλεονέκτης... οὐκ ἔχει κληρονομίαν», ΚΔ)
αρχ.
1. εκείνος που ξεπερνά κάποιον σε ευστροφία ή πονηρία («... καὶ ἐπίβουλον εἶναι καὶ κρυψίνουν... καὶ ἐν παντὶ πλεονέκτην τῶν πολεμίων», Ξεν.)
2. μαθημ. υπερτελής αριθμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλέον, ουδ. του πλείων / πλέων + -έκτης (< ἔχω), πρβλ. ευ-έκτης, καχ-έκτης].