πολεμηδόκος: Difference between revisions

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
(6_14)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολεμηδόκος''': ὁ, ἡ, ὁ δεχόμενος καὶ ὑποστηρίζων τὸν πόλεμον, [[πολεμικός]], ἐπίθετον τῆς Παλλάδος, Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 14· Δωρ. πολεμᾱ-[[δόκος]], Ἀλκαῖ. 7· π. ὅπλα Πινδ. Π. 10. 22.
|lstext='''πολεμηδόκος''': ὁ, ἡ, ὁ δεχόμενος καὶ ὑποστηρίζων τὸν πόλεμον, [[πολεμικός]], ἐπίθετον τῆς Παλλάδος, Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 14· Δωρ. πολεμᾱ-[[δόκος]], Ἀλκαῖ. 7· π. ὅπλα Πινδ. Π. 10. 22.
}}
{{grml
|mltxt=δωρ. τ. [[πολεμαδόκος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που δέχεται και υποστηρίζει τον πόλεμο, [[φιλοπόλεμος]]<br /><b>2.</b> (για όπλο) αυτός που χρησιμεύει για τη [[διεξαγωγή]] του πολέμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόλεμος]] <span style="color: red;">+</span> συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>η</i>- για μετρικούς λόγους <span style="color: red;">+</span> -[[δόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέκομαι]] / [[δέχομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ξενο</i>-[[δόκος]].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολεμηδόκος Medium diacritics: πολεμηδόκος Low diacritics: πολεμηδόκος Capitals: ΠΟΛΕΜΗΔΟΚΟΣ
Transliteration A: polemēdókos Transliteration B: polemēdokos Transliteration C: polemidokos Beta Code: polemhdo/kos

English (LSJ)

Aeol. and Dor. πολεμᾱδόκος, ον,

   A war-sustaining, epith. of Pallas, Alc.9 (prob.), Lamprocl. 1, Phryn.Com.72, IGRom. 4.360.14 (Pergam.); ; also π. ὅπλα Pi.P.10.13.

German (Pape)

[Seite 653] dor. πολεμαδόκος, den Krieg, Streit auf-, annehmend, den Kampf bestehend, Pind. P. 10, 13; dah. übh. kriegerisch, Ἀθηναία, Antp. Th. 19 (IX, 59).

Greek (Liddell-Scott)

πολεμηδόκος: ὁ, ἡ, ὁ δεχόμενος καὶ ὑποστηρίζων τὸν πόλεμον, πολεμικός, ἐπίθετον τῆς Παλλάδος, Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 14· Δωρ. πολεμᾱ-δόκος, Ἀλκαῖ. 7· π. ὅπλα Πινδ. Π. 10. 22.

Greek Monolingual

δωρ. τ. πολεμαδόκος, -ον, Α
1. αυτός που δέχεται και υποστηρίζει τον πόλεμο, φιλοπόλεμος
2. (για όπλο) αυτός που χρησιμεύει για τη διεξαγωγή του πολέμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + συνδετικό φωνήεν -η- για μετρικούς λόγους + -δόκος (< δέκομαι / δέχομαι), πρβλ. ξενο-δόκος.