πορνικός: Difference between revisions

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de prostituée.<br />'''Étymologie:''' [[πόρνη]].
|btext=ή, όν :<br />de prostituée.<br />'''Étymologie:''' [[πόρνη]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πορνικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πόρνη]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[πόρνη]] ή αυτός που χαρακτηρίζει την [[πόρνη]]<br /><b>2.</b> [[ασελγής]], [[λάγνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με πλανητική [[επίδραση]]) αυτός που ξυπνάει ερωτικό πόθο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πορνικὸν [[τέλος]]» — ο [[φόρος]] που πλήρωναν αυτοί που είχαν [[πορνείο]].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορνικός Medium diacritics: πορνικός Low diacritics: πορνικός Capitals: ΠΟΡΝΙΚΟΣ
Transliteration A: pornikós Transliteration B: pornikos Transliteration C: pornikos Beta Code: porniko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for harlots, εἶδος LXX Pr.7.10, cf.AP12.7 (Strat.); of planetary influences, Vett. Val.17.31; π. τέλος the tax paid by brothel-keepers, Aeschin.1.119; οἱ π. libertines, Cat.Cod.Astr.2.166.

German (Pape)

[Seite 684] hurerisch, Sp.; – τέλος, Abgabe, welche die Huren geben mußten, Aesch. 1, 119; – auch adv. πορνικῶς, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πορνικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πόρνας, Ἀνθ. Π. 12. 7· π. τέλος, ὁ φόρος ὃν ἐπλήρωνον οἱ διατηροῦντες πορνεῖα, Αἰσχίν. 16. 44· πρβλ. πορνοτελώνης.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de prostituée.
Étymologie: πόρνη.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πορνικός, -ή, -όν, ΝΑ πόρνη
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πόρνη ή αυτός που χαρακτηρίζει την πόρνη
2. ασελγής, λάγνος
αρχ.
1. (σχετικά με πλανητική επίδραση) αυτός που ξυπνάει ερωτικό πόθο
2. φρ. «πορνικὸν τέλος» — ο φόρος που πλήρωναν αυτοί που είχαν πορνείο.