ποσίδεσμος: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(6_15) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ποσίδεσμος''': ὁ, ὁ τοὺς πόδας δένων, [[ποδόδεσμος]], [[λέξις]] χαλκευθεῖσα ὑπὸ τοῦ Πλάτ. ἐν Κρατ. 402Ε. | |lstext='''ποσίδεσμος''': ὁ, ὁ τοὺς πόδας δένων, [[ποδόδεσμος]], [[λέξις]] χαλκευθεῖσα ὑπὸ τοῦ Πλάτ. ἐν Κρατ. 402Ε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />ο [[ποδόδεσμος]], [[δεσμά]] για τα πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> δοτ. πληθ. <i>ποσί</i> του [[πούς]] <span style="color: red;">+</span> [[δεσμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A foot-shackler, fetterer, word coined by Pl.Cra.402e.
German (Pape)
[Seite 687] die Füße bindend, Plat. Crat. 402 e.
Greek (Liddell-Scott)
ποσίδεσμος: ὁ, ὁ τοὺς πόδας δένων, ποδόδεσμος, λέξις χαλκευθεῖσα ὑπὸ τοῦ Πλάτ. ἐν Κρατ. 402Ε.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ο ποδόδεσμος, δεσμά για τα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ποσί του πούς + δεσμός.