πρέσβυς: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
(eksahir)
(34)
Line 27: Line 27:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[viejo]], [[sabio]]
|esgtx=[[viejo]], [[sabio]]
}}
{{grml
|mltxt=-εως, ο, ΝΜΑ, [[πρέσβης]] Ν, τ. γεν. -εος και κρητ. δωρ. τ. [[πρέσγυς]] και κρητ. τ. πρεῑγυς, Α<br /><b>1.</b> [[πρεσβευτής]]<br /><b>2.</b> (στην [[αρχαιότητα]]) [[έκτακτος]] [[απεσταλμένος]] μιας ελληνικής πόλης [[προς]] [[άλλη]], ο [[οποίος]], ως [[αντιπρόσωπος]] τών αρχόντων της πατρίδας του και τών συμπολιτών του, έφερνε προτάσεις για [[ειρήνη]], [[συμμαχία]] ή [[επιμαχία]] ή εκπροσωπώντας μια [[πολιτική]] [[παράταξη]] πήγαινε να ζητήσει [[επικουρία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γέρος]], [[πρεσβύτης]]<br /><b>2.</b> (με τη σημ. του [[πρεσβύτερος]]) γεροντότερος<br /><b>3.</b> (στη [[Σπάρτη]]) ο [[πρώτος]], ο [[πρόεδρος]] (α. «[[πρέσβυς]] τῶν ἐφόρων» β. «[[πρέσβυς]] τῆς φυλῆς»)<br /><b>4.</b> το [[πτηνό]] [[τροχίλος]]<br /><b>5.</b> (<b>το αρσ. πληθ.</b>) <i>οι πρέσβεις</i><br />α) οι γέροντες<br />β) (ως [[αξίωμα]]) άρχοντες, ηγεμόνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>πρέσ</i>-<i>βυς</i> αποτελεί αρχαϊκό τ. συνθέτου με α' συνθετικό την [[πρόθεση]] <i>πρές</i> «[[μπροστά]]» (<b>βλ. λ.</b> [[προς]]) και β' συνθετικό τη [[ρίζα]] <i>g</i><sup>w</sup><i>ā</i>- «[[πηγαίνω]]» (<b>πρβλ.</b> [[βαίνω]]) με τη [[μορφή]] <i>g</i><sup>w</sup><i>u</i>- όπως στον αρχ. ινδ. <i>vanar</i>-<i>gu</i>- «αυτός που πηγαίνει στο [[δάσος]]» (<b>πρβλ.</b> και αρχ. ινδ. <i>puro</i>-<i>gava</i>- «[[αρχηγός]]»). Στην ύπαρξη χειλοϋπερωικού φθόγγου στο β' συνθετικό της λ. οφείλεται η [[εναλλαγή]] τών -<i>β</i>- και -<i>γ</i>- που παρατηρείται [[μεταξύ]] τών διαλέκτων. Οι δωρικές διάλεκτοι έχουν γενικεύσει τους τ. με -<i>γ</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>πρεσγευτάνς</i>, [[πρεσγέα]], ενώ ο [[αμάρτυρος]] τ. [[πρέσγυς]] μαρτυρείται στον τ. «[[σπέργυς]]<br />[[πρέσβυς]]», που παραδίδει το Μέγα Ετυμολογικό Λεξικό. Ο τ. [[πρεγγευτάς]] έχει προέλθει με [[αφομοίωση]] του -<i>σ</i>- σε -<i>γ</i>- από τον τ. [[πρεσγευτάς]], ενώ η ονομ. πληθ. <i>πρισγε</i>(<i>ι</i>)<i>ες</i> (που επιβεβαιώνει την ονομ. πληθ. <i>πρεσβῆες</i> του [[πρέσβυς]]) οφείλεται σε ιωτακισμό (<b>πρβλ.</b> υπερθ. [[πρίγιστος]] και [[πρήγιστος]]). Προβλήματα [[ωστόσο]] γεννά η [[εμφάνιση]] στην κρητική διάλεκτο τ. με φωνηεντισμό -<i>ει</i>-: [[πρεῖγυς]], [[πρειγεύω]] (απ' όπου [[πρειγευτάς]], [[πρειγεία]], [[πρειγηΐα]]) και [[πρείγα]]. Οι τ. αυτοί [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]] έχουν σχηματιστεί με δυσερμήνευτες φωνητικές διαδικασίες ([[ανάπτυξη]] φωνηεντισμού -<i>ι</i>- [[μετά]] τη σίγηση του -<i>σ</i>-) από τους τ. [[πρέσγυς]], [[πρεσγέα]], κ.λπ. Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], της λ. [[πρέσβυς]] με το αρμεν. <i>ē</i><i>rec</i> «[[πρεσβύτερος]], [[ιερέας]]» προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, [[αφού]] θα προϋπέθετε [[μορφή]] α' συνθετικό <i>πρεισ</i>-. Η λ. [[πρέσβυς]] χρησιμοποιείται στην Αρχαία Ελληνική [[σπανίως]] με σημ. «[[γέρος]] [[άνθρωπος]]» (για την οποία χρησιμοποιείται [[συνήθως]] η λ. [[γέρων]]) και συχνότερα με σημ. «σημαντική [[προσωπικότητα]], [[πρεσβευτής]], [[πληρεξούσιος]]». Στη [[Σπάρτη]] [[επίσης]] η λ. χρησιμοποιείται ως [[πολιτικός]] [[τίτλος]] «ο [[πρώτος]], ο [[πρόεδρος]]» και γενικά «[[άρχοντας]], [[ηγεμόνας]]». Στη λ. [[πρέσβυς]] [[λοιπόν]] παρατηρείται [[ένας]] [[συμφυρμός]] τών εννοιών της αρχαιότητας, της [[μεγάλης]] ηλικίας και της σπουδαιότητας, του σεβασμού και της πρωτοκαθεδρίας, που αποτελούν προνόμια της ηλικίας αυτής. Ο συγκρ. τ. [[πρεσβύτερος]] στους χριστιανικούς χρόνους χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δεύτερο βαθμό ιερωσύνης (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>presbyter</i>). Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται ο τ. [[πρέσβης]] σχηματισμένος [[κατά]] τα πρωτόκλιτα αρσ. σε -<i>ης</i>].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρέσβῠς Medium diacritics: πρέσβυς Low diacritics: πρέσβυς Capitals: ΠΡΕΣΒΥΣ
Transliteration A: présbys Transliteration B: presbys Transliteration C: presvys Beta Code: pre/sbus

English (LSJ)

Pi.P.4.282, A.Ag.530, εως or εος (v. infr. 11), ὁ, voc.

   A πρέσβῠ E.Or.476, Ar.Th.146:—old man (poet. for prose πρεσβύτης), in this sense only used in nom., acc., and voc., ὁ π. Πόλυβος S.OT941; Φοῖνιξ ὁ π. Id.Ph.562; δριμὺς π. Ar.Av.255 (lyr.); πατέρά πρές βυν S.Ph.665; πρέσβυ Id.OT1013, 1121; ὦ πρέσβυ E. l. c., Ar. l. c.; ὁ π. the elder, A. Ag.184 (lyr.), 205 (lyr.), 530; cf. πρέσβα, πρέσβειρα, πρεσβηΐς, πρέσβις: pl. πρέσβεις, elders, three times in Trag., always voc. (v. infr. 111), A. Pers. 840, S.OT 1111, E.HF247; for πρεσβῆ, πρεσβῆες, πρισγεῖες, v. πρεσβεύς: Comp. and Sup. are the only forms found in Hom., Comp. πρεσβύτερος, α, ον (late πρεσβυτερωτέρα PLond.2.177.15 (i A. D.)), elder, Il.11.787, 15.204, Hdt.2.2, etc.; πλεῖν ἢ 'νιαυτῷ by more than a year, Ar.Ra.18; πρεσβυτέρα ἀριθμοῦ older than the fit number, Pi. Fr.127; βουλαὶ πρεσβύτεραι thy counsels wise beyond thy years, Id.P.2.65; γνώμη π. τῆς ἡλικίας D.H.5.30; οἱ σοφοὶ καὶ π. Arist.EE1215a23; of animals, Id.HA546a7; ἵππος π. ἤδη ὤν rather old, PCair.Zen. 225.8 (iii B. C.); also δένδρα π. Thphr.CP1.13.8; ἐπὶ τὸ π. ἰέναι become older, Pl.Lg.631e; ἵνα μὴ π. ὢν ῥέμβωμαι in my old age, PCair. Zen. 447.9 (iii B. C.): Sup. πρεσβύτατος, η, ον, eldest, Il.4.59, 11.740, Hes.Th.234, etc.; π. γενεῇ Il.6.24; as a term of respect, ἐγὼ παλαιότατός εἰμι σὺ δὲ π. Plu.Nic.15; of animals, Arist.HA546a4, al. : for the poet. forms πρέσβιστος, πρεσβίστατος, v. πρέσβιστος, and cf. πρεῖγυς.    2 Comp. and Sup., of things, more or most important, taking precedence, esp. πρεσβύτερόν τι (or οὐδὲν) ἔχειν deem higher, more important, τὰ τοῦ θεοῦ πρεσβύτερα ἐποιεῦντο ἢ τὰ τῶν ἀνδρῶν Hdt. 5.63; οὐδὲν πρεσβύτερον νομίζω τᾶς σωφροσύνας E.Fr.959 (lyr.); ἐμοὶ οὐδέν ἐστι πρεσβύτερον τοῦ . . Pl.Smp.218d; πρεσβύτατον κρἰναί τι Th. 4.61; merely of magnitude, πρεσβύτερον κακοῦ κακόν one evil greater thananother, S.OT1365 (lyr.); χρεῶν πάντων πρεσβύτατα Pl.Lg.717b. Adv., -τέρωσγυμναστικὴν μουσικῆς τετιμηκέναι Id.R.548c, cf. Jul. Or.4.132c.    II = πρεσβευτής, ambassador, in nom. sg. only cj. in A. Supp.727 (v. πρέσβη) and in Prov. ap. Sch.Il.4.394 (v. πρέσβις (A)); gen. πρέσβεως Ar.Ach.93 (at end of line); πρέσβεος Choerob. in Theod. 1.233: dual πρέσβει (written πρεσβε) IG12(1).977.45,57 (Carpathos, iv B. C.): pl. πρέσβεις, Dor. uncontr. πρέσβεες ib.14.952.11 (Acragas, iii B. C.) (at first more freq. than πρεσβευταί (q. v.)), Ar.Ach.61, IG12.52.1, 22.1.20, al., D.19.183; acc. πρέσβεις IG12.46.24, Foed. ap. Th.4.118, X.HG4.8.13; gen. πρέσβεων, dat. πρέσβεσι, Ar.Ach.76,62, IG22.1.7.    III at Sparta a political title, president, τῶν ἐφόρων ib.5(1).51.6, 552.11; νομοφυλάκων ib.555b19; βιδέων ib.556.6; συναρχίας ib.504.16; τῆς φυλῆς ib.564.3; [σφαιρέων] ib.675.5; gen. sg. πρέσβεως ib. 504.16, al.    2 Comp. πρεσβύτερος, elder, alderman, τῆς κώμης BGU 195.30 (ii A. D., pl.), cf. POxy.2121.4 (iii A. D.), etc.; ἐκρίθημεν ἐπί τε Νουμηνίου καὶ ἐπὶ τῶν π. PCair.Zen.520.4 (iii B. C.), cf. UPZ124.22, 36 (ii B. C.); τοῖς ἱερεῦσι καὶ (both) τοῖς π. καὶ τοῖς ἄλλοις πᾶσι OGI194.3 (Egypt, i B. C.); οἱ π. τῶν ὀλυροκόπων ib.729 (Alexandria, iii B. C.); π. τῶν γεωργῶν PTeb.13.5 (ii B. C.); π. γέρδιοι IGRom.1.1122 (Theadelphia, ii A. D.); τέκτονες π. ib.1155 (Ptolemaïs Hermiu, i A. D.): elder of the Jewish Sanhedrin, Ev.Matt.16.21, etc.; later, elder of the Christian Church, presbyter, Act.Ap.11.30, 20.17, 1 Ep.Ti.5.19, POxy.1162.1 (iv A. D.), etc.; of the Apostles, 2 Ep.Jo.1.1, 3 Ep.Jo.1.1.    IV wren, Arist.HA609a17, 615a19, Hsch.; cf. σπέργυς. (-βυ-, Cret. -γυ- (in πρεῖγυς), cogn. with Skt. -gu in vanar-gú- 'one who lives or moves in the forest', Lith. žmogùs 'man' (lit. 'one who moves on the ground'); πρεσ- cogn. with Lat.prae, pris-tinus; the oldest sense of π. is 'going in front, taking precedence'.)

German (Pape)

[Seite 699] ὁ, gen. υος u. εως, 1) alt, der Alte; vom sing. in dieser Bdtg nur nom., acc. u. voc. πρέσβυν u. πρέσβυ gebräuchlich (vgl. πρέσβα u. πρέσβειρα, wonach die Ableitung Döderlein's von πρέπω, der sich durch seine Würde auszeichnet, in die Augen fallend, ehrwürdig, viel für sich hat); ἐν βουλαῖς πρέσβυς, Pind. P. 4, 282; ἡγεμὼν ὁ πρέσβυς νεῶν Ἀχαϊκῶν, Aesch. Ag. 177; ἄναξ, 198. 516; Soph. Phil. 558. 661 u. öfter im nom., acc. u. voc., wie bei Eur. u. a. D. – Nach Arist. H. A. 9, 11 hieß so auch der Zaunkönig. – Häufiger im compar. u. superl., πρεσβύτερος, der ältere, πρεσβύτατος, der älteste; γενεῇ μὲν ὑπέρτερός ἐστιν Ἀχιλλεύς, πρεσβύτερος δὲ σύ ἐσσι, Il. 11, 787, vgl. 15, 204; πρεσβύτατος γενεῇ, der Aelteste von Geburt, 6, 24; καί με πρεσβυτάτην τέκετο Κρόνος, 4, 59, wie πρεσβύτατον ἔτεκεν Pind. Ol. 7, 74; πρεσβύτερος ἐνιαυτῷ, Ar. Ran. 18, u. so in Prosa nicht selten: ὡς πρεσβύτερος νεωτέροις, Plat. Prot. 320 c; πρεσβυτέρους τοὺς ἄρ χοντας δεῖ εἶναι, Rep. III, 412 c, u. sonst, τῷ πρεσβυτάτῳ τῶν ἐκγόνων, Critia. 114 d, Xen. πρεσβύτεροι im Ggstz von παῖδες, Cyr. 1, 2, 2; Folgde überall; ὑπεξαναστῆναι πρεσβυτέρῳ, Plut. Lyc. 20. (Die Formen πρέσβιστος u. πρεσβίστατος s. oben besonders.) – Auch im plur. οἱ πρέσβεις, dat. πρέσβεσιν, die Alten, gew. mit dem Nebenbegriffe die Geehrten, Angesehenen; Aesch. Pers. 826; bei Hes. Sc. 245 πρέσβηες (s. ob. πρεσβεύς). – In der Bdtg geehrt, ehrwürdig compar. u. superlat. auch in Prosa; vgl. nihil antiquius habere, τὰ τοῦ θεοῦ πρεσβύτερα ποιεῖσθαι ἢ τὰ τῶν ἀνδρῶν, das die Gottheit Betreffende höher in Ehren halten, Her. 5, 63; πρεσβύτερον κακὸν κακοῦ, was größer, gewichtiger ist, Soph. O. R. 1364; πρεσβύτατον τοῦτο κρίνας, Thuc. 4, 61; ἐμοὶ οὐδέν ἐστι πρεσβύτερον τοῦ ὡς ὅτι βέλτιστον ἐμὲ γενέσθαι, Plat. Conv. 218 d; χρεῶν πάντων πρεσβύτατα, Legg. IV, 717 d; u. adv., πρεσβυτέρως γυμναστικὴν μουσικῆς τετιμηκέναι, Rep. VIII, 548 c, die Gymnastik in höheren Ehren halten als die Musik. – 2) der Gesandte, weil man dazu die Aeltesten und Angesehensten wählte; im sing. nur bei Dichtern, wie Aesch. Suppl. 708, ἴσως γὰρ κήρυξ τις ἢ πρέσβυς μόλοι; vgl. ὁ πρέσβυς οὔτε τύπτεται οὔθ' ὑβρίζεται, Schol. Il. 4, 394; gen. πρέσβεως, Ar. Ach. 93; in Prosa πρεσβευτής. – Im plur. οἱ πρέσβεις, τῶν πρέσβεων, auch in Prosa, Thuc. u. A., wie Plat. Rep. VIII, 560 d; Xen. u. sonst. – 3) In der spartanischen Verfassung hat auch der sing. ὁ πρέσβυς, der Aelteste, eine politische Bedeutung und findet sich auch der gen. πρέσβεως dazu, Inscr. 1463. 1375.

Greek (Liddell-Scott)

πρέσβυς: -εως, ὁ, κλητ. πρέσβυ, Ἀριστοφ. Θεσμ. 146· ― πρεσβύτης, γέρων, Λατ. senex, (ἡ παρὰ πεζογράφοις λέξις εἶναι πρεσβύτης), ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομ., αἰτ. καὶ κλητ., ὁ πρ. Πόλυβος Σοφ. Ο. Τ. 941· Φοῖνιξ ὁ πρ. ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 562· πατέρα πρέσβυν αὐτόθι 665· πρέσβυ ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1013, 1121· ὦ πρέσβυ Εὐρ. Ὀρ. 476 ἀλλὰ τὸ ὁ πρέσβυς εἶναι ἐν χρήσει σχεδὸν ὡς τὸ ὁ πρεσβύτερος, ὁ γεροντότερος, ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 184. 05, 530: (περὶ τοῦ θηλ. ὅρα πρέσβα, πρέσβειρα, πρεσβηίς, πρέσβις)· ― πληθ. πρέσβεις, γέροντες, πρεσβύτεροι ἀείποτε μετὰ τῆς σημασίας τοῦ ἀξιώματος, ἄρχοντες, ἡγεμόνες (ἴδε κατωτ. ΙΙΙ), Αἰσχύλ. Πέρσ. 840· Ἐπικ. πρέσβηες Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 245 (ἴδε πρεσβεύς)· ― δυϊκ. πρέσβη, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 495. Ὁ Ὅμ. ποιεῖται χρῆσιν μόνου τοῦ συγκρ. καὶ ὑπερθ., συγκρ. πρεσβύτερος, α, ον, γεροντότερος, Ἰλ. Λ. 787, Ο. 204, Ἡρόδ. 1. 6., 2. 2, Πίνδ., καὶ Ἀττ.· ἐνιαυτῷ, κατὰ ἓν ἔτος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 18· πρεσβυτέρα ἀριθ. μοῦ, πρεσβυτέρα παρὰ τὸν προσήκοντα ἀριθμόν, Πινδ. Ἀποσπ. 236· βουλαὶ πρεσβύτεραι, αἱ σοφαὶ βουλαὶ τῶν πρεσβυτέρων, ὁ αὐτ. ἐν Π. 2. 122· ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 19 κἑξ.· ἐπὶ τὸ πρ. ἰέναι, ἡλικιοῦσθαι, γίνεσθαι πρεσβύτερον, Πλάτ. Νόμ. 631Ε· ― Ὑπερθ. πρεσβύτατος, η, ον, Ἰλ. Δ. 59, Λ. 740, Ἡσ. Θ. 234, κτλ.· μᾶλλον ὡρισμένως: πρ. γενεῇ Ἰλ. Ζ. 24· ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 19, κ. ἀλλ.· ― περὶ τῶν ποιητ. τύπων πρέσβιστος, πρεσβίστατος, ἴδε πρέσβιστος, καὶ πρβλ. πρεῖγυς. 2) τὸ ὑπερθ. κεῖται συχν. ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ σεβάσμιος, σεβαστός, ἐκ τοῦ σεβασμοῦ τοῦ ἀπονεμομένου εἰς τοὺς ἡλικιωμένους καὶ πεπειραμένους, ἴδε ἐν λ. πρέσβιστος. 3) τὸ συγκρ. καὶ ὑπερθ. κεῖνται ἐπὶ πραγμάτων, πρεσβύτερόν τι (ἢ οὐδὲν) ἔχειν, ὅπερ ἀκριβῶς = τῷ Λατ. aliquid (ἢ nihil) antiquius habere, θεωρῶ τι ἐντιμότερον ἢ πλείονος τιμῆς ἄξιον, ἐκτιμῶ τι περισσότερον, τὰ τοῦ θεοῦ πρεσβύτερα ποιεῖσθαι ἢ τὰ τῶν ἀνδρῶν Ἡρόδ. 5. 63· οὐδὲν πρεσβύτερον νομίζω τᾶς σωφροσύνας Εὐρ. Ἀποσπ. 951· ἐμοὶ οὐδέν ἐστι πρεσβύτερον τοῦ... Πλάτ. Συμπ. 218D· πρεσβύτατον κρίνειν τι Θουκ. 4. 61· πρεσβυτέρως γυμναστικὴν μουσικῆς τετιμηκέναι Πλάτ. Πολ. 548C (πρβλ. Liv. 7. 31 antiquior fides)· ― ἐντεῦθεν ἁπλῶς ἐπὶ μεγέθους, πρεσβύτερον κακὸν κακοῦ, μεγαλείτερον ἄλλου κακοῦ, Σοφ. Ο. Τ. 1365· χρεῶν πάντων πρεσβύτατα Πλάτ. Νόμ. 717D· πρβλ. πρεσδεύω Ι. 2. ΙΙ. ὡς τὸ πρεσβευτής, ἀπεσταλμένος, ἐν τῷ ἑνικῷ μόνον παρὰ ποιηταῖς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 728· ὁ πρέσβυς οὔτε τύπτεται οὔθ’ ὑβρίζεται Ποιητὴς παρὰ τῷ Σχολ. Ἰλιάδ. Δ. 394· γεν. πρέσβεως Ἀριστοφ. Ἀχ. 93· ― ἀλλ’ ὁ πληθ. πρέσβεις εἶναι εὐχρηστότερος τοῦ πρεσβευταί, Ἀριστοφ. Ἀχ. 61· σπονδαὶ παρὰ Θουκ. 4. 118, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 13, Δημ. 398. 26, 1, κτλ.· γεν. πρέσβεων, δοτ. πρέσβεσι Ἀριστοφ. Ἀχ. 62. 76· ἐν τῇ αὐτῇ προτάσει ἀμφότεροι οἱ τύποι: πρεσβευτὰς οὖν... ὑμᾶς ἡμεῖς οἱ πρέσβεις ποιοῦμεν Ἀνδοκ. 28. 37. ΙΙΙ. ἐν Σπάρτῃ ὄνομα πολιτικῆς θέσεως διάφορον τοῦ γέρων (senator), οἱονεὶ πρῶτος ἢ πρόεδρος, τῶν ἐφόρων Ἐπιγραφ. Λακων. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1237, 1326· νομοφυλάκων 1363· βιδέων 1364Α· συναρχίας 1347, 1375· τῆς φυλῆς 1273. 1377· τᾶς ὠβᾶς 1272 κἑξ. 2) ἐν τῷ συγκρ. πρεσβύτερος, μέλος τοῦ Ἰουδαϊκοῦ συμβουλίου, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιςϳ, 21, κτλ.· πρεσβύτερος, τῆς ἐκκλησίας, ἱερεύς, Πράξ. Ἀποστ. ιαϳ, 30, κϳ 17, Αϳ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. εϳ, 19, κτλ.· καὶ αὐτοὶ οἱ Ἀπόστολοι καλοῦσιν ἑαυτοὺς διὰ τοῦ ὁνόματος τούτου, Βϳ Ἐπιστ. Ἰω. αϳ, 1, Γϳ τοῦ αὐτοῦ αϳ, 1, πρβλ. Αϳ Ἐπιστ. Πέτρ. εϳ, 1. IV. ὄνομα τοῦ πτηνοῦ τροχίλου, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 11, 5, «πρέσβυς· γέρων. καὶ ὄρνις ὁ τρόχιλος» Ἡσύχ.· ― ὡσαύτως ὄνομα εἴδους κολοιοῦ ἢ κορώνης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 15. (Ὁ Κούρτ. δοξάζει ὅτι τὸ πρέσβυς εἶναι ταὐτὸν τῷ Λατ. pris-cus, παραβάλλων τὸν Κρητικὸν τύπον πρεῖγυς, ὃ ἴδε, καὶ ὅτι ἡ ῥίζα εἶναι ἡ αὐτὴ τῇ τοῦ Σανσκρ. pra-yas, ὅπερ εἶναι συγκρ. τοῦ pra (πρό), ὅτε ἡ πρώτη σημασία εἶναι, ὁ προγενέστερος, ὁ πρότερον γεννηθείς). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πρέσβεις· γέροντες. βασιλεῖς, ἄρχοντες, προτιμώμενοι. καὶ οἱ πρεσβευταὶ μεσῖται, ἀπόστολοι [ἢ] ἕνεκεν εἰρήνης». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132.

French (Bailly abrégé)

voc. πρέσβυ, acc. πρέσβυν ; pl. nom. πρέσβεις;
I. adj.
1 vieux, âgé, ancien ; chef ; οἱ πρέσβεις les anciens, les chefs ; Cp. πρεσβύτερος, qqf pos. πρέσβυς, l’aîné;
2 p. ext. digne de respect, respectable, précieux, cher, considérable (cf. lat. nihil antiquius habere, etc.) : πρεσβύτατον κρίνειν τι THC juger qch comme très important ; τὰ τοῦ θεοῦ πρεσβύτερα ποιεῖσθαι ἢ τὰ τῶν ἀνδρῶν HDT mettre les choses divines au-dessus des choses humaines ; πρεσβύτερον κακόν SOPH mal plus considérable, plus grave;
II.πρέσβυς (gén. πρεσβέως, pl. nom. πρέσβεις) envoyé, député, ambassadeur;
Cp. πρεσβύτερος, Sp. πρεσβύτατος, poét. πρέσβιστος.
Étymologie: th. πρεσ- ou πρεισ- de πρό, cf. lat. pris- de priscus ; -βυ pour -γυ de la R. Γα > *Γεν, naître, v. γίγνομαι.

English (Autenrieth)

in Hom. only fem. πρέσβα, comp. πρεσβύτερος, sup. πρεσβύτατος: aged, venerable, honored, comp. older, sup. oldest; Ἥρη πρέσβα θεά, not with reference to age (although of course it never made any difference how old a goddess was), Il. 5.721; cf. Od. 4.59.

English (Slater)

πρέσβυς (-υς: comp. -υτέρων, -υτέραν, -ύτεραι: superl. -ύτατον.)
   1 old ἐν παισὶν νέος, ἐν δὲ βουλαῖς πρέσβυς (P. 4.282) comp., οἷον δ' ἐν Μαραθῶνι συλαθεὶς ἀγενείων μένεν ἀγῶνα πρεσβυτέρων ἀμφ ἀργυρίδεσσιν (O. 9.90) βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι ἀκίνδυνον ἐμοὶ ἔπος παρέχοντι his policies, those of an older man (P. 2.65) μὴ πρεσβυτέραν ἀριθμοῦ δίωκε, θυμέ, πρᾶξιν ? conduct older than your years fr. 127. 3. superl. εἶς μὲν Κάμιρον πρεσβύτατόν τε Ἰάλυσον ἔτεκεν Λίνδον τ (O. 7.74)

Spanish

viejo, sabio

Greek Monolingual

-εως, ο, ΝΜΑ, πρέσβης Ν, τ. γεν. -εος και κρητ. δωρ. τ. πρέσγυς και κρητ. τ. πρεῑγυς, Α
1. πρεσβευτής
2. (στην αρχαιότητα) έκτακτος απεσταλμένος μιας ελληνικής πόλης προς άλλη, ο οποίος, ως αντιπρόσωπος τών αρχόντων της πατρίδας του και τών συμπολιτών του, έφερνε προτάσεις για ειρήνη, συμμαχία ή επιμαχία ή εκπροσωπώντας μια πολιτική παράταξη πήγαινε να ζητήσει επικουρία
αρχ.
1. γέρος, πρεσβύτης
2. (με τη σημ. του πρεσβύτερος) γεροντότερος
3. (στη Σπάρτη) ο πρώτος, ο πρόεδρος (α. «πρέσβυς τῶν ἐφόρων» β. «πρέσβυς τῆς φυλῆς»)
4. το πτηνό τροχίλος
5. (το αρσ. πληθ.) οι πρέσβεις
α) οι γέροντες
β) (ως αξίωμα) άρχοντες, ηγεμόνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρέσ-βυς αποτελεί αρχαϊκό τ. συνθέτου με α' συνθετικό την πρόθεση πρές «μπροστά» (βλ. λ. προς) και β' συνθετικό τη ρίζα gwā- «πηγαίνω» (πρβλ. βαίνω) με τη μορφή gwu- όπως στον αρχ. ινδ. vanar-gu- «αυτός που πηγαίνει στο δάσος» (πρβλ. και αρχ. ινδ. puro-gava- «αρχηγός»). Στην ύπαρξη χειλοϋπερωικού φθόγγου στο β' συνθετικό της λ. οφείλεται η εναλλαγή τών -β- και -γ- που παρατηρείται μεταξύ τών διαλέκτων. Οι δωρικές διάλεκτοι έχουν γενικεύσει τους τ. με -γ-, πρβλ. πρεσγευτάνς, πρεσγέα, ενώ ο αμάρτυρος τ. πρέσγυς μαρτυρείται στον τ. «σπέργυς
πρέσβυς», που παραδίδει το Μέγα Ετυμολογικό Λεξικό. Ο τ. πρεγγευτάς έχει προέλθει με αφομοίωση του -σ- σε -γ- από τον τ. πρεσγευτάς, ενώ η ονομ. πληθ. πρισγε(ι)ες (που επιβεβαιώνει την ονομ. πληθ. πρεσβῆες του πρέσβυς) οφείλεται σε ιωτακισμό (πρβλ. υπερθ. πρίγιστος και πρήγιστος). Προβλήματα ωστόσο γεννά η εμφάνιση στην κρητική διάλεκτο τ. με φωνηεντισμό -ει-: πρεῖγυς, πρειγεύω (απ' όπου πρειγευτάς, πρειγεία, πρειγηΐα) και πρείγα. Οι τ. αυτοί κατά την επικρατέστερη άποψη έχουν σχηματιστεί με δυσερμήνευτες φωνητικές διαδικασίες (ανάπτυξη φωνηεντισμού -ι- μετά τη σίγηση του -σ-) από τους τ. πρέσγυς, πρεσγέα, κ.λπ. Η σύνδεση, τέλος, της λ. πρέσβυς με το αρμεν. ērec «πρεσβύτερος, ιερέας» προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, αφού θα προϋπέθετε μορφή α' συνθετικό πρεισ-. Η λ. πρέσβυς χρησιμοποιείται στην Αρχαία Ελληνική σπανίως με σημ. «γέρος άνθρωπος» (για την οποία χρησιμοποιείται συνήθως η λ. γέρων) και συχνότερα με σημ. «σημαντική προσωπικότητα, πρεσβευτής, πληρεξούσιος». Στη Σπάρτη επίσης η λ. χρησιμοποιείται ως πολιτικός τίτλος «ο πρώτος, ο πρόεδρος» και γενικά «άρχοντας, ηγεμόνας». Στη λ. πρέσβυς λοιπόν παρατηρείται ένας συμφυρμός τών εννοιών της αρχαιότητας, της μεγάλης ηλικίας και της σπουδαιότητας, του σεβασμού και της πρωτοκαθεδρίας, που αποτελούν προνόμια της ηλικίας αυτής. Ο συγκρ. τ. πρεσβύτερος στους χριστιανικούς χρόνους χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δεύτερο βαθμό ιερωσύνης (πρβλ. λατ. presbyter). Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται ο τ. πρέσβης σχηματισμένος κατά τα πρωτόκλιτα αρσ. σε -ης].