προκλητικός: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(Bailly1_4) |
(34) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui provoque.<br />'''Étymologie:''' [[προκαλέω]]. | |btext=ή, όν :<br />qui provoque.<br />'''Étymologie:''' [[προκαλέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[προκλητικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[προκαλῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να προκαλεί με ερεθιστικούς λόγους ή πράξεις, [[αυθάδης]] (α. «προκλητικοί λόγοι» β. «προκλητική [[συμπεριφορά]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται ή φέρεται [[κατά]] τρόπο που να δελεάζει, ο [[διεγερτικός]] της ερωτικής επιθυμίας, [[σαγηνευτικός]] (α. «προκλητική [[στάση]]» β. «προκλητική [[ματιά]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πράξη]], [[ενέργεια]], [[πράγμα]]) αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να καλεί, να προσκαλεί («τὸ [[μέλος]] προκλητικόν» — λεγόταν για το [[τραγούδι]] της πέρδικας, Αιλ.)<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί ένα [[αποτέλεσμα]], [[πρόξενος]], [[αίτιος]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. ως επίρρ. χρον.) <i>τὸ προκλητικόν</i> («τῇ φωνῇ προκλητικὸν ἐπαλαλάζων», <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προκλητικώς</i>/<i>προκλητικῶς</i> ΝΑ και <i>προκλητικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο προκλητικό<br /><b>νεοελλ.</b><br />με τρόπο που ερεθίζει, που εξοργίζει. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A calling forth, challenging, τὸ μέλος π., of the partridge, Ael. NA4.16; τῇ φωνῇ προκλητικὸν ἐπαλαλάζων Plu.Marc.7: c. gen., π. τοῦ μέλλοντος κεφαλαίου ἐπιχείρημα Hermog.Inv.3.13 (also in Comp., ibid.); provocative of, stimulating, οὔρων Dsc.1.115.4, cf. Sor.2.41. Gal.6.624, al.
German (Pape)
[Seite 730] ή, όν, heraus- oder hervorrufend, herausfordernd, Plut. Marcell. 7.
Greek (Liddell-Scott)
προκλητικός: -ή, -όν, ὁ προκαλῶν, μέλος προκλητικὸν εἰς μάχην, πέρδικος, Αἰλ. π. Ζ. 4. 16· ψόφοι Κλήμ. Ἀλ. 204· τῇ φωνῇ προκλητικὸν ἐπαλαλάζειν Πλουτ. Μάρκελλ. 7· μετὰ γεν., ὁ προκαλῶν διεγείρων τι, Διοσκ. 1. 162, κτλ. ― Ἐπίρρ., -κῶς, Εὐστ. Πονημάτ. 180. 70.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui provoque.
Étymologie: προκαλέω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / προκλητικός, -ή, -όν, ΝΑ προκαλῶ
νεοελλ.
1. αυτός που έχει την ιδιότητα να προκαλεί με ερεθιστικούς λόγους ή πράξεις, αυθάδης (α. «προκλητικοί λόγοι» β. «προκλητική συμπεριφορά»)
2. αυτός που γίνεται ή φέρεται κατά τρόπο που να δελεάζει, ο διεγερτικός της ερωτικής επιθυμίας, σαγηνευτικός (α. «προκλητική στάση» β. «προκλητική ματιά»)
αρχ.
1. (για πράξη, ενέργεια, πράγμα) αυτός που έχει την ιδιότητα να καλεί, να προσκαλεί («τὸ μέλος προκλητικόν» — λεγόταν για το τραγούδι της πέρδικας, Αιλ.)
2. αυτός που προκαλεί ένα αποτέλεσμα, πρόξενος, αίτιος
3. (το ουδ. ως επίρρ. χρον.) τὸ προκλητικόν («τῇ φωνῇ προκλητικὸν ἐπαλαλάζων», Πλούτ.).
επίρρ...
προκλητικώς/προκλητικῶς ΝΑ και προκλητικά Ν
κατά τρόπο προκλητικό
νεοελλ.
με τρόπο που ερεθίζει, που εξοργίζει.