προνώπιος: Difference between revisions
(Bailly1_4) |
(34) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui s’offre aux regards ; <i>fig.</i> τὸ προνώπιον EUR l’entrée d’un pays ; τὰ προνώπια entrée d’une maison, carrefours.<br />'''Étymologie:''' [[προνωπής]]. | |btext=ος, ον :<br />qui s’offre aux regards ; <i>fig.</i> τὸ προνώπιον EUR l’entrée d’un pays ; τὰ προνώπια entrée d’une maison, carrefours.<br />'''Étymologie:''' [[προνωπής]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ία, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται έξω από τα [[ενώπια]], [[μπροστά]] από την είσοδο του σπιτιού, έξω από το [[σπίτι]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ [[προνώπια]]<br />ο [[χώρος]] [[μπροστά]] από την είσοδο του σπιτιού, τα πρόθυρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[προνώπιος]] διαφέρει σημασιολογικά από το [[προνωπής]] και [[πρέπει]] να συνδεθεί [[μάλλον]] με το [[ἐνώπιος]] και, [[κατά]] μία [[άποψη]], ο τ. [[προνώπια]] προέρχεται από <i>προ</i>-[[ενώπια]] (<span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐνώπια]] «[[εσωτερικός]] [[τοίχος]] του οικοδομήματος»), <b>βλ.</b> και λ. [[προνωπής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 736] vor der Wand, außerhalb der Wände, übh. außerhalb, draußen; πῶς προνώπιος φαίνῃ πρὸς οἴκοις τοῖς ἐμοῖς ἔξω βεβώς Eur. Bacch. 635; τὸ προνώπιον, die Vorhalle; ἔσχατον χώρας Πελοπίας προνώπιον Hipp. 374; εἰς προνώπι' αὐτίχ' ἥξει Bacch. 639. Bei D. Hal. 4, 14 sind τὰ προνώπια compita, u. ἥρωες προνώπιοι lares compitales.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s’offre aux regards ; fig. τὸ προνώπιον EUR l’entrée d’un pays ; τὰ προνώπια entrée d’une maison, carrefours.
Étymologie: προνωπής.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται έξω από τα ενώπια, μπροστά από την είσοδο του σπιτιού, έξω από το σπίτι
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προνώπια
ο χώρος μπροστά από την είσοδο του σπιτιού, τα πρόθυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. προνώπιος διαφέρει σημασιολογικά από το προνωπής και πρέπει να συνδεθεί μάλλον με το ἐνώπιος και, κατά μία άποψη, ο τ. προνώπια προέρχεται από προ-ενώπια (< προ- + ἐνώπια «εσωτερικός τοίχος του οικοδομήματος»), βλ. και λ. προνωπής.