προσαγάλλω: Difference between revisions
From LSJ
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
(6_5) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσᾰγάλλω''': ἀόρ. -ήγηλα, τιμῶ, [[ἀγλαΐζω]], [[προσέτι]], «ἀναθῶμεν... τασδὶ τὰς εἰρεσιώνας καὶ προααγήλωμεν ἀπελθόντας» Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 19, Σουΐδ. | |lstext='''προσᾰγάλλω''': ἀόρ. -ήγηλα, τιμῶ, [[ἀγλαΐζω]], [[προσέτι]], «ἀναθῶμεν... τασδὶ τὰς εἰρεσιώνας καὶ προααγήλωμεν ἀπελθόντας» Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 19, Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[τιμώ]] επιπροσθέτως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγάλλω]] «[[τιμώ]], [[λατρεύω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 29 September 2017
English (LSJ)
aor. -ήγηλα,
A honour besides, Eup.119.
German (Pape)
[Seite 747] (s. ἀγάλλω), noch dazu ehren od. zieren, προσαγήλωμεν, Eupolis bei Suid. v. άγῆλαι.
Greek (Liddell-Scott)
προσᾰγάλλω: ἀόρ. -ήγηλα, τιμῶ, ἀγλαΐζω, προσέτι, «ἀναθῶμεν... τασδὶ τὰς εἰρεσιώνας καὶ προααγήλωμεν ἀπελθόντας» Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 19, Σουΐδ.
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. τ.) τιμώ επιπροσθέτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀγάλλω «τιμώ, λατρεύω»].