προσκεφάλαιο: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
(35)
(No difference)

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Greek Monolingual

το / προσκεφάλαιον, ΝΜΑ
προσκέφαλο, μαξιλάρι
νεοελλ.
τεχνολ. έδρανο πάνω στο οποίο επικάθεται και περιστρέφεται η άτρακτος μιας μηχανής, αλλ. κουζινέτο
αρχ.
1. οτιδήποτε τοποθετείται κάτω από ένα μέλος του σώματος για ανάπαυση («οὐαὶ ταῑς συρραπτούσαις προσκεφάλαια ἐπὶ πάντα ἀγκῶνα χειρός», ΠΔ)
2. φρ. «προσκεφάλαιον βασιλικόν» — θησαυροφυλάκιο που βρισκόταν κοντά στο κρεβάτι του βασιλιά τών Περσών και στο οποίο φυλάγονταν πάντοτε πέντε χιλιάδες τάλαντα χρυσού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. πρός κεφαλαίῳ (< κεφάλαιον < κεφαλή), πρβλ. υπο-κεφάλαιον].