πρόσκολλος: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(6_6)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόσκολλος''': Δωρικ. ποτίκ-, ον, = [[προσκολλητός]], Πινδ. Ἀποσπ. 280.
|lstext='''πρόσκολλος''': Δωρικ. ποτίκ-, ον, = [[προσκολλητός]], Πινδ. Ἀποσπ. 280.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />[[προσκολλητός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κολλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόλλα]]), <b>πρβλ.</b> [[παρά]]-<i>κολλος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσκολλος Medium diacritics: πρόσκολλος Low diacritics: πρόσκολλος Capitals: ΠΡΟΣΚΟΛΛΟΣ
Transliteration A: próskollos Transliteration B: proskollos Transliteration C: proskollos Beta Code: pro/skollos

English (LSJ)

Dor. ποτίκ-, ον,

   A glued or sticking to, Pi.Fr.241; πρόσκολλος τῷ βατανίῳ Zos.Alch.p.222 B.

German (Pape)

[Seite 770] dor. ποτίκολλος, = προσκολλητός, Pind. frg. 280, ποτίκολλον ἅτε ξύλον ξύλῳ.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσκολλος: Δωρικ. ποτίκ-, ον, = προσκολλητός, Πινδ. Ἀποσπ. 280.

Greek Monolingual

-ον, Α
προσκολλητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -κολλος (< κόλλα), πρβλ. παρά-κολλος].