προσομιλώ: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
(35) |
(No difference)
|
Revision as of 12:23, 29 September 2017
Greek Monolingual
-έω ΜΑ ὁμιλῶ
μιλώ ενώπιον ακροατηρίου, εκφωνώ λόγο, αγορεύω
μσν.
εκτίθεμαι κάπου («προσομιλῶν ἀεὶ οἶνος ἀέρι», Γεωπ.)
αρχ.
1. συναναστρέφομαι κάποιον, κάνω παρέα με κάποιον («κακοῑσι... μὴ προσομίλει ἀνδράσιν», Θέογν.)
2. συνομιλώ με κάποιον, κουβεντιάζω
3. σμίγω ερωτικά με κάποιον, συνευρίσκομαι
4. διαμένω σε έναν τόπο ή συχνάζω σε έναν τόπο
5. προσκολλώμαι κάπου («πολύπου... ὃς ποτὶ πέτρῃ τῇ προσομιλήσῃ», Θεόγν.)
6. ασχολούμαι, καταγίνομαι με κάτι («γυμναστικῇ προσομιλοῡντα», Πλάτ.)
7. μτφ. συμπεριφέρομαι («καὶ ὕβρει προσομιλῶν οὐ δέδοικεν», Πλάτ.).