προσμιγνύω: Difference between revisions

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
(35)
(No difference)

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Greek Monolingual

προσμείγνυμι και προσμίγνυμι ΝΜΑ, και προσμειγνύω Ν, και ιων. τ. προσμίσγω Α [[μ(ε)ίγνυμι / μ(ε)ιγνύω]]
νεοελλ.
1. ανακατεύω κάτι προσθέτοντας σ' αυτό και αλλά υλικά, αναμιγνύω
2. μτφ. νοθεύω
αρχ.
1. ανακατεύω κάτι επιπροσθέτως
2. φέρνω κοντά, ενώνω («τὰ μακρὰ τείχη συνέπεισε καθεῑναι καὶ προσμείξαντας τῇ θαλάσσῃ τὴν πόλιν...», Πλούτ.)
3. έρχομαι ή φτάνω κοντά, σιμώνω («προσέμισγον πρὸς τὰς ἐπάλξεις», Θουκ.)
4. αγκυροβολώ
5. (για επιβάτες πλοίου) αποβιβάζομαι
6. έρχομαι αντιμέτωπος, συγκρούομαι και, κυρίως, μάχομαι εκ του συστάδην
7. (αμτβ.) α) έρχομαι σε επαφή, συναναστρέφομαι κάποιον
β) επικοινωνώ («ψυχὴ ἀρετῇ θείᾳ προσμείξασα», Πλάτ.)
8. μτφ. α) συνδέω την τύχη, την υπόσταση κάποιου με μια κατάσταση
β) προκαλώ μια, συνήθως δυσάρεστη, κατάσταση σε κάποιον («προσέμειξε... τὸν κίνδυνον ἀπαρασκεύῳ τῇ πόλει», Αισχίν.)
γ) προσαρμόζω κάτι προς κάτι άλλο
δ) (σχετικά με χρησμό) επαληθεύω.