προσσαίνω: Difference between revisions
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
(Bailly1_4) |
(35) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=caresser, flatter ; plaire à, acc. ; <i>p. ext. en parl. de choses</i> [[εἰ]] [[τῶνδε]] προσσαίνει [[σέ]] [[τι]] ESCHL si quelqu’une de ces choses te plaît.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[σαίνω]]. | |btext=caresser, flatter ; plaire à, acc. ; <i>p. ext. en parl. de choses</i> [[εἰ]] [[τῶνδε]] προσσαίνει [[σέ]] [[τι]] ESCHL si quelqu’une de ces choses te plaît.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[σαίνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ<br />(συν. μτφ.) [[κολακεύω]], [[θωπεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για [[σκύλο]]) [[κουνώ]] την [[ουρά]] μου σε κάποιον<br /><b>2.</b> (για [[πράγμα]]) [[ευφραίνω]], [[τέρπω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σαίνω]] «[[κουνώ]] την [[ουρά]], [[περιποιούμαι]], [[κολακεύω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
A fawn upon, coax, prop. of dogs, S.Fr.1082, Arr.Cyn. 7.2; ταῖς κέρκοις Ph.2.422: mostly metaph., οὐκ ἂν Ἀργείων τόδ' εἴη φῶτα προσσαίνειν κακόν A.Ag.1665 (troch.): c. dat., π. τοῖς συνδείπνοις Ath.3.99e. 2 of things, please, τῶνδε προσσαίνει σέ τι; A.Pr.835, cf. E.Hipp.863.
German (Pape)
[Seite 780] anwedeln, eigtl. von schmeichelnden Hunden, Arr. Cyn. 7, 2; übertr., schmeicheln, liebkosen, εἰ τῶνδε προσσαίνει σέ τι, Aesch. Prom. 837; φῶτα κακόν, Ag. 1650; Soph. frg. 929 u. B. A. 21, 26; Eur. vrbdt auch τύποι σφενδόνης προσσαίνουσί με, Hipp. 863.
Greek (Liddell-Scott)
προσσαίνω: σαίνω πρός τινα, θωπεύω, κολακευτικῶς φέρομαι, ὡς τὸ αἰκάλλω, κυρίως ἐπὶ κυνῶν, Σοφ. Ἀποσπ. 928. Ἀρρ. Κυν. 7. 2· - τὸ πλεῖστον μεταφορ., οὐ γὰρ Ἀργείων τόδ’ εἴη φῶτα προσσαίνειν κακὸν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1665· ποτισαίνουσα... παράγει βροτὸν Ἄτα (οὕτως ὁ Ἕρμανν.) ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 98. 2) ἐπὶ πραγμάτων, εὐαρεστῶ, ὡς τὸ Λατ. arridere, εἰ τῶνδε προσαίνει σέ τι ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 835, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 863. 3) σπανίως μετὰ δοτ., Ἀθήν. 99Ε.
French (Bailly abrégé)
caresser, flatter ; plaire à, acc. ; p. ext. en parl. de choses εἰ τῶνδε προσσαίνει σέ τι ESCHL si quelqu’une de ces choses te plaît.
Étymologie: πρός, σαίνω.
Greek Monolingual
ΜΑ
(συν. μτφ.) κολακεύω, θωπεύω
αρχ.
1. (κυρίως για σκύλο) κουνώ την ουρά μου σε κάποιον
2. (για πράγμα) ευφραίνω, τέρπω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + σαίνω «κουνώ την ουρά, περιποιούμαι, κολακεύω»].