προσρήσσω: Difference between revisions
From LSJ
(6_2) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσρήσσω''': [[προσρήγνυμι]]. Μᾶρκ. Ἀντων. 4. 49, ἐν τῷ Παθ. | |lstext='''προσρήσσω''': [[προσρήγνυμι]]. Μᾶρκ. Ἀντων. 4. 49, ἐν τῷ Παθ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>παθ.</b> <i>προσρήσσομαι</i><br />[[προσκρούω]] με [[ορμή]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («ρηγνύμενον, προσρησσόμενον, φθειρόμενον τὸ κῡμα», Μέγα Ετυμολογικόν).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ῥήσσω]], σπανιότερος τ. του [[ῥήγνυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
A = προσρήγνυμι, M.Ant.4.49 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 779] att. -ττω, = προσρήγνυμι, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσρήσσω: προσρήγνυμι. Μᾶρκ. Ἀντων. 4. 49, ἐν τῷ Παθ.
Greek Monolingual
Α
παθ. προσρήσσομαι
προσκρούω με ορμή πάνω σε κάτι («ρηγνύμενον, προσρησσόμενον, φθειρόμενον τὸ κῡμα», Μέγα Ετυμολογικόν).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ῥήσσω, σπανιότερος τ. του ῥήγνυμι.