προσφαντάζω: Difference between revisions

From LSJ

τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ → estimate the penalty for myself at so high a rate

Source
(6_2)
 
(35)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσφαντάζω''': [[παριστάνω]] [[προσέτι]] Ἐκκλ.
|lstext='''προσφαντάζω''': [[παριστάνω]] [[προσέτι]] Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=Μ<br />[[παριστάνω]] [[κάτι]] επί [[πλέον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φαντάζω]] «[[καθιστώ]] ορατό, αναπαριστώ»].
}}
}}

Latest revision as of 12:23, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

προσφαντάζω: παριστάνω προσέτι Ἐκκλ.

Greek Monolingual

Μ
παριστάνω κάτι επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + φαντάζω «καθιστώ ορατό, αναπαριστώ»].