προσυλλογισμός: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342
(6_15)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσυλλογισμός''': ὁ, συλλογισμὸς οὗ τὸ [[συμπέρασμα]] ἀποτελεῖ μείζονα πρότασιν ἄλλου συλλογισμοῦ, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 25, 11.
|lstext='''προσυλλογισμός''': ὁ, συλλογισμὸς οὗ τὸ [[συμπέρασμα]] ἀποτελεῖ μείζονα πρότασιν ἄλλου συλλογισμοῦ, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 25, 11.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ [[προσυλλογίζομαι]]<br /><b>(λογ.)</b> [[σειρά]] συλλογισμών, όπου το [[συμπέρασμα]] [[κάθε]] προηγούμενου συλλογισμού [[είναι]] προκείμενη [[πρόταση]] του επομένου.
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσυλλογισμός Medium diacritics: προσυλλογισμός Low diacritics: προσυλλογισμός Capitals: ΠΡΟΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΣ
Transliteration A: prosyllogismós Transliteration B: prosyllogismos Transliteration C: prosyllogismos Beta Code: prosullogismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A prosyllogism, i.e. a syllogism the conclusion of which forms the major premiss of another, Id.APr.44a22: pl., ib.42b5.

German (Pape)

[Seite 784] ὁ, ein Syllogismus, dessen Folgerung der Vordersatz eines andern wird, Arist. An. pr. 1, 25; Rhett.

Greek (Liddell-Scott)

προσυλλογισμός: ὁ, συλλογισμὸς οὗ τὸ συμπέρασμα ἀποτελεῖ μείζονα πρότασιν ἄλλου συλλογισμοῦ, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 25, 11.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ προσυλλογίζομαι
(λογ.) σειρά συλλογισμών, όπου το συμπέρασμα κάθε προηγούμενου συλλογισμού είναι προκείμενη πρόταση του επομένου.