προτρεπτικός: Difference between revisions

35
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui peut pousser en avant <i>ou</i> stimuler, persuasif, <i>avec</i> [[πρός]] et l’acc.;<br /><i>Sp.</i> προτρεπτικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[προτρέπω]].
|btext=ή, όν :<br />qui peut pousser en avant <i>ou</i> stimuler, persuasif, <i>avec</i> [[πρός]] et l’acc.;<br /><i>Sp.</i> προτρεπτικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[προτρέπω]].
}}
{{grml
|mltxt=ή, ό / [[προτρεπτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[προτρέπω]]<br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] στο να προτρέπει ή αυτός που παρακινεί («ὅσοι μὲν οὖν πρὸς τοὺς ἑαυτῶν φίλους τοὺς προτρεπτικοὺς λόγους συγγράφουσι», Iσοκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ερεθιστικός]], [[διεγερτικός]] («[[ἔδεσμα]] γάλακτος προτρεπτικόν», Γεωπ.)<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Προτρεπτικός</i><br />[[τίτλος]] έργου του Αριστοτέλους, του Επικούρου <b>κ.α.</b><br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «προτρεπτικὴ [[σοφία]]» — η [[ρητορική]] [[τέχνη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προτρεπτικώς</i> / <i>προτρεπτικῶς</i> ΝΑ, και <i>προτρεπτικά</i> Ν<br /><b>1.</b> [[κατά]] τρόπο προτρεπτικό, παρορμητικό<br /><b>2.</b> πειστικά.
}}
}}