πρωτοπήμων: Difference between revisions
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
(Bailly1_4) |
(35) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ονος (ὁ, ἡ)<br />qui est la source des maux.<br />'''Étymologie:''' [[πρῶτος]], [[πῆμα]]. | |btext=ονος (ὁ, ἡ)<br />qui est la source des maux.<br />'''Étymologie:''' [[πρῶτος]], [[πῆμα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ονος, ὁ, ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που για πρώτη [[φορά]] ή περισσότερο βλάπτει, προκαλεί [[ζημιά]] ή [[κακό]] σε κάποιον, ο [[πρώτος]] [[αίτιος]] ενός κακού («βροτοὺς θρασύνει γὰρ [[αἰσχρόμητις]] [[τάλαινα]] παρακοπὰ [[πρωτοπήμων]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πήμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[πῆμα]] «[[συμφορά]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-[[πήμων]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ, (πῆμα)
A first cause of ill, A.Ag.223 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 805] ονος, zuerst od. zumeist schadend, Aesch. Ag. 216.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτοπήμων: -ονος, ὁ, ἡ, (πῆμα) ὁ πρῶτος αἴτιος τοῦ κακοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 224.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ, ἡ)
qui est la source des maux.
Étymologie: πρῶτος, πῆμα.
Greek Monolingual
-ονος, ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που για πρώτη φορά ή περισσότερο βλάπτει, προκαλεί ζημιά ή κακό σε κάποιον, ο πρώτος αίτιος ενός κακού («βροτοὺς θρασύνει γὰρ αἰσχρόμητις τάλαινα παρακοπὰ πρωτοπήμων», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -πήμων (< πῆμα «συμφορά»), πρβλ. πολυ-πήμων.