πτύσχλοι: Difference between revisions
From LSJ
(6_9) |
(35) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πτύσχλοι''': ἢ πτύχλοι, οἱ, ἴδε ἐν λ. ἔπτυσχλοι. | |lstext='''πτύσχλοι''': ἢ πτύχλοι, οἱ, ἴδε ἐν λ. ἔπτυσχλοι. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=οἱ, Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὑπόδημα]] ἀνδρεῑον»<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «ὑποδημάτιόν τι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει προέλθει από τη λ. <i>ἕπτυσχλοι</i> «ανδρικό [[υπόδημα]] που δενόταν με [[επτά]] ιμάντες» με σίγηση του αρκτικού <i>ε</i>-]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 29 September 2017
English (LSJ)
and πτύχλοι, οἱ,
A = ὑποδημάτιόν τι, Phot.; πτύοχλον (leg. πτύσχλον), = ὑπόδημα ἀνδρεῖον, Hsch.: cf. ἕπτυσχλοι (quod fort. legend.).
Greek (Liddell-Scott)
πτύσχλοι: ἢ πτύχλοι, οἱ, ἴδε ἐν λ. ἔπτυσχλοι.
Greek Monolingual
οἱ, Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπόδημα ἀνδρεῑον»
2. (κατά τον Φώτ.) «ὑποδημάτιόν τι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει προέλθει από τη λ. ἕπτυσχλοι «ανδρικό υπόδημα που δενόταν με επτά ιμάντες» με σίγηση του αρκτικού ε-].