πυρισθενής: Difference between revisions
From LSJ
φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth
(eksahir) |
(35) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[poderoso por el fuego]] | |esgtx=[[poderoso por el fuego]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[πυροσθενής]], -ές, ΜΑ<br />αυτός που [[είναι]] τόσο [[ισχυρός]] όσο και η [[φωτιά]] («[[πυρισθενής]] [[Διόνυσος]]», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρι</i>- / <i>πυρο</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[σθενής]] (<span style="color: red;"><</span> [[σθένος]]), <b>πρβλ.</b> <i>δορι</i>-[[σθενής]], <i>μεγα</i>-[[σθενής]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A mighty with fire, Διόνυσος Nonn.D.24.6; πολιῆται ib.29.193, cf. PMag.Berol.2.90.
Spanish
Greek Monolingual
και πυροσθενής, -ές, ΜΑ
αυτός που είναι τόσο ισχυρός όσο και η φωτιά («πυρισθενής Διόνυσος», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- / πυρο- (βλ. λ. πυρ) + -σθενής (< σθένος), πρβλ. δορι-σθενής, μεγα-σθενής].