πύριος: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
(6_4)
(35)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πύριος''': -α, -ον, = [[πύρινος]], (πῦρ) Ἰάμβλ. περὶ Μυστ. 7, Συνεσ. Ὕμν. 3. 373, κτλ.
|lstext='''πύριος''': -α, -ον, = [[πύρινος]], (πῦρ) Ἰάμβλ. περὶ Μυστ. 7, Συνεσ. Ὕμν. 3. 373, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ία, -ον, ΜΑ [[πῡρ]]<br /><b>1.</b> ο [[πύρινος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πύριον</i><br />η [[τσακμακόπετρα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πυρίως</i> Α<br />με [[φωτιά]].
}}
}}

Revision as of 12:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πύριος Medium diacritics: πύριος Low diacritics: πύριος Capitals: ΠΥΡΙΟΣ
Transliteration A: pýrios Transliteration B: pyrios Transliteration C: pyrios Beta Code: pu/rios

English (LSJ)

[ῠ], α, ον,= πύρινος (πῦρ), Iamb.Myst.2.7, Dam.Pr.9. Adv.

   A -ίως Iamb.Myst.2.4 (s.v.l.).

Greek (Liddell-Scott)

πύριος: -α, -ον, = πύρινος, (πῦρ) Ἰάμβλ. περὶ Μυστ. 7, Συνεσ. Ὕμν. 3. 373, κτλ.

Greek Monolingual

-ία, -ον, ΜΑ πῡρ
1. ο πύρινος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πύριον
η τσακμακόπετρα.
επίρρ...
πυρίως Α
με φωτιά.