πύππαξ: Difference between revisions

From LSJ

Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz

Menander, Monostichoi, 378
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>interj.</i><br /><i>c.</i> [[πυππάξ]].
|btext=<i>interj.</i><br /><i>c.</i> [[πυππάξ]].
}}
{{grml
|mltxt=ή πυππάξ Α<br /><b>1.</b> [[επιφώνημα]] θαυμασμού («πυππάξ, ὦ Ἡράκλεις, ἔφη, καλοῡ λόγου», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «[[πύππαξ]] [[ἐπίφθεγμα]] σχετλιασμοῡ<br />ὡς πένθους ἀμετάφραστον».
}}
}}

Revision as of 12:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πύππαξ Medium diacritics: πύππαξ Low diacritics: πύππαξ Capitals: ΠΥΠΠΑΞ
Transliteration A: pýppax Transliteration B: pyppax Transliteration C: pyppaks Beta Code: pu/ppac

English (LSJ)

an exclamation of admiration,

   A bravo! Pl.Euthd.303a, Com.Adesp.1130.

German (Pape)

[Seite 819] u. πύπαξ, Ausruf der Verwunderung, des Erstaunens, potz! potztausend! (vgl. πόποι, βαβαί, βομβάξ) Plat. Euthyd. 303 a πυππὰξ ὦ 'Ἡράκλεις καλοῦ λόγου, wo das Folgende zu vergleichen. – Hesych. erwähnt auch φύππαξ.

Greek (Liddell-Scott)

πύππαξ: ἐπιφώνημα θαυμασμοῦ ἢ σχετλιασμοῦ· ὡς τὸ πόποι, βαβαί, βομβάξ, Λατιν. papae, babai, Πλάτ. Εὐθύδ. 303Α. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πύππαξ· τὸ νῦν βόμβαξ λεγόμενον πύππαξ ἔλεγον, ὡς Λυκόφρων ᾠήθη· οὐκ ἔστι δέ· τὸ μὲν γὰρ βόμβαξ τίθεται καὶ ἐπὶ σχετλιασμοῦ καὶ ἐπὶ γέλωτος, τὸ δὲ πύππαξ οὐχί»· κατὰ δὲ Φώτιον: «πύππαξ ἐπίφθεγμα σχετλιασμοῦ ὡς πένθους ἀμε ἀφριστον»· - ἐντεῦθεν πυππάζω, φωνῇ ποιᾷ χρῶμαι, ἐπιφωνῶ πύππαξ, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτεσιν»7, πρβλ. ὑπερπυππάζω.

French (Bailly abrégé)

interj.
c. πυππάξ.

Greek Monolingual

ή πυππάξ Α
1. επιφώνημα θαυμασμού («πυππάξ, ὦ Ἡράκλεις, ἔφη, καλοῡ λόγου», Πλάτ.)
2. (κατά τον Φώτ.) «πύππαξ ἐπίφθεγμα σχετλιασμοῡ
ὡς πένθους ἀμετάφραστον».