ῥαπίζω: Difference between revisions
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
(strοng) |
(36) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from a derivative of a [[primary]] rhepo (to [[let]] [[fall]], "[[rap]]"); to [[slap]]: [[smite]] ([[with]] the [[palm]] of the [[hand]]). Compare [[τύπτω]]. | |strgr=from a derivative of a [[primary]] rhepo (to [[let]] [[fall]], "[[rap]]"); to [[slap]]: [[smite]] ([[with]] the [[palm]] of the [[hand]]). Compare [[τύπτω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ῥαπίζω]], ΝΜΑ<br />[[χτυπώ]] κάποιον με ανοιχτή την [[παλάμη]] του χεριού στο [[πρόσωπο]], [[χαστουκίζω]] (α. «[[ὅστις]] σε ῥαπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν [[σιαγόνα]], στρέψον αύτῷ καὶ τὴν [[ἄλλην]]», ΚΔ<br />β. «ἐκολάφισαν αὐτὸν οἱ δὲ ἐρράπισαν», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] κάποιον με [[ραβδί]] ή [[μαστίγιο]] («ἔχοντες μάστιγας ἐρράπιζον [[πάντα]] ἄνδρα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χτυπώ]] («[[ῥαπίζω]] τὸν ἀέρα», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Δεν [[είναι]] δυνατόν να εξακριβωθεί αν το ρ. [[ῥαπίζω]] παράγεται από τον τ. [[ῥαπίς]] ή από κάποιο [[άλλο]] όν. (πιθ. <i>ῥάψ</i>, <i>ῥαπή</i>) ή, [[ακόμη]], αν προέρχεται από κάποιον αρχαιότερο ρηματ. τύπο. Έχει προταθεί η [[σύνδεση]] του με τη λ. [[ῥάβδος]](<b>βλ. λ.</b> [[ῥαπίς]], [[ράβδος]]), [[καθώς]] και η [[αναγωγή]] του στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας του ρ. [[ῥέπω]], [[οπότε]] το ρ. <i>ρἁπίζω</i> θα δήλωνε αρχικά την γρήγορη ή βιαστική [[κίνηση]] ενός ραβδιού, μιας βέργας ή του χεριού (<b>βλ.</b> και λ. [[ραπίς]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
English (LSJ)
(ῥαπίς)
A strike with a stick, cudgel, thrash, τινα Xenoph.7.4, Hippon.64 (Pass.), Hdt.7.35,223, D.25.57, LXX Jd.16.25, Plb.8.6.6, Phld.Ir.p.40 W.; τινὰ ῥάβδῳ Anacreont.29.2:—Pass., ῥ. ἐκ τῶν ἀγώνων to be flogged off the course, Heraclit.42, cf. Hdt.8.59: Ion. pf. part., ῥεραπισμένα νῶτα Anacr.166. II slap in the face (later for Att. ἐπὶ κόρρης πατάξαι) , ἐπὶ κόρρης ῥ. (metaph.) Plu.2.713c; κατὰ κόρρης Ach.Tat.2.24; εἰς τὴν σιαγόνα Ev.Matt.5.39:—Pass., ῥαπισθῆναί τε καὶ πληγὰς λαβεῖν ἁπαλαῖσι χερσίν Timocl.22.5; ἐρραπίσθη τὴν γνάθον Hyp.Fr.97, cf. AB300; ῥαπίζειν distd. from κολαφίζειν, Ev.Matt.26.67. III generally, strike, beat, [τὸν ἀέρα] Arist.de An.419b23:—Pass., Id.Mete.368a16, 370a14, Epicur.Fr.398.
German (Pape)
[Seite 834] mit dem Stock, mit der Ruthe schlagen, peitschen, τινά, Her. 7, 35. 8, 59; Plut. Them. 11; bes. aber nach B. A. 300, 10 ῥαπίσαι τὸ πατάξαι τὴν γνάθον ἀπλείστῳ (Bekk. verbessert ἀκλείστῳ) χειρί, οἷον τὸ ἐπὶ κόῤῥης, einen Backenst.eich, eine Ohrfeige geben; ῥαπισθῆναι, Timocles bei Ath. XIII, 571 a; Xenophan. bei D. L. 8, 36; ῥαπίσας, Dem. 25, 57; Pol. 8, 8, 6, Luc. öfter u. a. Sp., wie N. T. Andere Beispiele giebt noch Lob. Phryn. 176, Plut. Symp. 7, 8, 4 vrbdt ἐπ ὶ κόῤῥης ῥαπίζων; – ῥεραπισμένος νώτῳ Anacr. bei Schol. Od. 6, 59; übtr. ῥαπισθῆναι ἀέρος ψύξει, S. Emp. adv. eth. 96; vgl. Arist. meteor. 2, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾰπίζω: μέλλ. -ίσω, (ῥαπὶς) κτυπώ τινα διὰ ῥαβδίου, ῥαβδίζω, μαστιγῶ, δέρω, τινὰ Ξενοφάν. παρὰ Διογ. Λ. 8. 36, Ἱππῶναξ 54, Ἡρόδ. 7. 35, 223, Δημ. 787. 23· τινὰ ῥάβδῳ Ἀνακρεόντ. 32. 2. - Παθ., ἐκ τῶν ἀγώνων ἐκβάλλεσθαι καὶ ῥαπίζεσθαι Ἡράκλειτος παρὰ Διογ. Λ. 9. 1, πρβλ. Ἡρόδ. 8. 56· πρκμ. μετ’ ἀναδιπλ. ῥεραπισμένῳ νώτῳ Ἀνακρ. 163. - Ἴδε Κόντον ἐν «Σωκράτει» σ. 162, ἔνθα περὶ τοῦ πρκμ. ῥεραπισμένος, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ζ. 59 (σ. 299 ἔκδ. Δινδ.). ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ῥαπίζω εἰς τὸ πρόσωπον, λέξις μεταγενεστέρ. ἀντὶ τοῦ Ἀττ. ἐπὶ κόρρης πατάξαι (Λοβέκ. εἰς Φρύν. 175), ἐπὶ κόρρης ῥαπ. Πλουτ. 2. 713C· κατὰ κόρρης Ἀχιλλ. Τάτ. 2. 24· ἐπὶ τὴν σιαγόνα Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 22. - Παθ., ῥαπισθῆναί τε καὶ πληγὰς λαβεῖν ἁπαλαῖσι χερσὶν Τιμοκλῆς ἐν «Μαραθωνίοις» 1. 5, πρβλ. Α. Β. 300, καὶ ἴδε ἐν λέξ. ῥάπισμα· τὸ ῥαπίζειν διακρίνεται ἀπὸ τοῦ κολαφίζειν ἐν τῷ κ. Ματθ. Εὐαγγελίῳ κζ΄, 67, καὶ ἐκολάφισαν αὐτόν· οἱ δὲ ἐρράπισαν. ΙΙΙ. καθόλου, τύπτω, κτυπῶ, πλήττω, τὸν ἀέρα Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 8, 3. - Παθ., ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 8, 33., 9. 17, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 96·
French (Bailly abrégé)
impf. ἐρράπιζον, f. ῥαπίσω, ao. ἐρράπισα, pf. inus.
Pass. ao. ἐρραπίσθην, pf. ἐρράπισμαι ou ῥεράπισμαι;
1 frapper avec une baguette ou un bâton, acc.;
2 frapper en gén., particul. frapper à la figure.
Étymologie: ῥαπίς.
English (Strong)
from a derivative of a primary rhepo (to let fall, "rap"); to slap: smite (with the palm of the hand). Compare τύπτω.
Greek Monolingual
ῥαπίζω, ΝΜΑ
χτυπώ κάποιον με ανοιχτή την παλάμη του χεριού στο πρόσωπο, χαστουκίζω (α. «ὅστις σε ῥαπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αύτῷ καὶ τὴν ἄλλην», ΚΔ
β. «ἐκολάφισαν αὐτὸν οἱ δὲ ἐρράπισαν», ΚΔ)
αρχ.
1. χτυπώ κάποιον με ραβδί ή μαστίγιο («ἔχοντες μάστιγας ἐρράπιζον πάντα ἄνδρα», Ηρόδ.)
2. χτυπώ («ῥαπίζω τὸν ἀέρα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί αν το ρ. ῥαπίζω παράγεται από τον τ. ῥαπίς ή από κάποιο άλλο όν. (πιθ. ῥάψ, ῥαπή) ή, ακόμη, αν προέρχεται από κάποιον αρχαιότερο ρηματ. τύπο. Έχει προταθεί η σύνδεση του με τη λ. ῥάβδος(βλ. λ. ῥαπίς, ράβδος), καθώς και η αναγωγή του στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας του ρ. ῥέπω, οπότε το ρ. ρἁπίζω θα δήλωνε αρχικά την γρήγορη ή βιαστική κίνηση ενός ραβδιού, μιας βέργας ή του χεριού (βλ. και λ. ραπίς)].