ριζοφυής: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(36)
(No difference)

Revision as of 12:26, 29 September 2017

Greek Monolingual

-ές / ῥιζοφυής, -ές, ΝΑ
(για φυτό)
1. αυτός που βγάζει, που πετάει ρίζες
2. αυτός που φυτρώνει από ρίζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -φυής (< φύομαι, μέσω ενός ον. φύος), πρβλ. τριχο-φυής].