ριγεσίβιος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
(36) |
(No difference)
|
Revision as of 12:26, 29 September 2017
Greek Monolingual
ον, Α
ευαίσθητος («τοὺς ἀεὶ ῥιγῶντας οἱ παλαιοὶ ῥιγεσιβίους ἔλεγον οὓς οἱ νῡν δυσρίγους», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ῥίγεσι του ῥῖγος + βίος (πρβλ. ὀρεσί-βιος)].