ῥυμβών: Difference between revisions
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
(6_19) |
(36) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥυμβών''': -όνος, ἡ, ἀπειρεσίας ἐλέλιξαν ῥυμβόνας, «ῥυμβόνας δέ, τὰς εἰλήσεις τῆς σπείρας, τὰς περιδινήσεις» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 144. | |lstext='''ῥυμβών''': -όνος, ἡ, ἀπειρεσίας ἐλέλιξαν ῥυμβόνας, «ῥυμβόνας δέ, τὰς εἰλήσεις τῆς σπείρας, τὰς περιδινήσεις» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 144. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-όνος, ἡ, Α<br />(για [[ερπετό]]) [[κυκλοτερής]] [[κίνηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥόμβος]] / [[ῥύμβος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ών</i>, -<i>όνος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἀγκ</i>-<i>ών</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:27, 29 September 2017
English (LSJ)
όνος, ἡ,
A coil of a serpent, A.R.4.144 (pl.).
German (Pape)
[Seite 851] όνος, ἡ, 1) = ῥύμβος, ῥόμβος. – 2) die kreisförmige Bewegung, Ap. Rh. 4, 144, Umwälzung.
Greek (Liddell-Scott)
ῥυμβών: -όνος, ἡ, ἀπειρεσίας ἐλέλιξαν ῥυμβόνας, «ῥυμβόνας δέ, τὰς εἰλήσεις τῆς σπείρας, τὰς περιδινήσεις» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 144.
Greek Monolingual
-όνος, ἡ, Α
(για ερπετό) κυκλοτερής κίνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόμβος / ῥύμβος + επίθημα -ών, -όνος (πρβλ. ἀγκ-ών)].