σακτός: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
(6_10)
(36)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σακτός''': -ή, -όν, ([[σάττω]]) [[γεμιστός]], παραγεμισμένος, Ἀντιφ. ἐν «Κύκλ.» 1. 3. ΙΙ. διελθὼν διὰ τοῦ ἠθμοῦ, στραγγισμένος (πρβλ. [[σακεύω]]). Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 107. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σακτός]]· ὁ τεθησαυρισμένος, ὁ [[πολυχρόνιος]] καὶ ἤδη ἀποκείμενος. καὶ χιτῶνος [[εἶδος]]· καὶ [[θύλακος]]»
|lstext='''σακτός''': -ή, -όν, ([[σάττω]]) [[γεμιστός]], παραγεμισμένος, Ἀντιφ. ἐν «Κύκλ.» 1. 3. ΙΙ. διελθὼν διὰ τοῦ ἠθμοῦ, στραγγισμένος (πρβλ. [[σακεύω]]). Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 107. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σακτός]]· ὁ τεθησαυρισμένος, ὁ [[πολυχρόνιος]] καὶ ἤδη ἀποκείμενος. καὶ χιτῶνος [[εἶδος]]· καὶ [[θύλακος]]»
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> παραγεμισμένος<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «ὁ τεθησαυρισμένος, ὁ [[πολυχρόνιος]] καὶ ἤδη ἀποκείμενος» <br />β) «χιτῶνος [[εἶδος]]» <br />γ) «[[θύλακος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάττω]] «[[γεμίζω]], [[στοιβάζω]]» (για το θ. <i>σακ</i>- <b>βλ. λ.</b> [[σάττω]])].———————— <b>(II)</b><br />-ή, -όν, Α<br />αυτός που έχει στραγγιστεί, στραγγισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σάκ</i>(<i>κ</i>)<i>ος</i>. Ο τ. έχει σχηματιστεί με την κατάλ. τών ρηματικών επιθ., πιθ. [[κατά]] παρετυμολογική [[επίδραση]] του [[σακτός]] (Ι) του ρ. [[σάττω]] (για ανάλογη παρετυμολογική [[σύνδεση]] τών λ. [[σάκκος]] και [[σάττω]] <b>βλ.</b> και λ. [[σάκτας]])].
}}
}}

Revision as of 12:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σακτός Medium diacritics: σακτός Low diacritics: σακτός Capitals: ΣΑΚΤΟΣ
Transliteration A: saktós Transliteration B: saktos Transliteration C: saktos Beta Code: sakto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A crammed, stuffed, Antiph.132.3, POxy.1760.9 (ii A.D.).    II strained (cf. σακεύω), Eup.439.

German (Pape)

[Seite 858] vollgestopft, vollgepfropft, angefüllt; τευθὶς σακτή, farcirt, Antiphan. bei Ath. VII, 295 e; auch οἶνος, = σακκίας, Poll. 6, 18 aus Eupol.

Greek (Liddell-Scott)

σακτός: -ή, -όν, (σάττω) γεμιστός, παραγεμισμένος, Ἀντιφ. ἐν «Κύκλ.» 1. 3. ΙΙ. διελθὼν διὰ τοῦ ἠθμοῦ, στραγγισμένος (πρβλ. σακεύω). Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 107. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σακτός· ὁ τεθησαυρισμένος, ὁ πολυχρόνιος καὶ ἤδη ἀποκείμενος. καὶ χιτῶνος εἶδος· καὶ θύλακος»

Greek Monolingual

(I)
-ή, -όν, Α
1. παραγεμισμένος
2. (κατά τον Ησύχ.) α) «ὁ τεθησαυρισμένος, ὁ πολυχρόνιος καὶ ἤδη ἀποκείμενος»
β) «χιτῶνος εἶδος»
γ) «θύλακος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, στοιβάζω» (για το θ. σακ- βλ. λ. σάττω)].———————— (II)
-ή, -όν, Α
αυτός που έχει στραγγιστεί, στραγγισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος. Ο τ. έχει σχηματιστεί με την κατάλ. τών ρηματικών επιθ., πιθ. κατά παρετυμολογική επίδραση του σακτός (Ι) του ρ. σάττω (για ανάλογη παρετυμολογική σύνδεση τών λ. σάκκος και σάττω βλ. και λ. σάκτας)].