Σαρδιανικός: Difference between revisions

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
(36)
(No difference)

Revision as of 12:27, 29 September 2017

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α Σαρδιανός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σαρδιανό ή στις Σάρδεις («ἵνα μή σε βάψω βάμμα Σαρδιανικόν», Αριστοφ.).