σαρκολαμπής: Difference between revisions

From LSJ

Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...

Source
(6_8)
 
(36)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σαρκολαμπής''': -ές, ὁ τὴν σάρκα ποιῶν λάμπουσαν, λαμπράν, σαρκολαμπὴς [[μόρφωσις]] κυρίου Θ. Στουδ. 1777, ἔκδ. Mi.
|lstext='''σαρκολαμπής''': -ές, ὁ τὴν σάρκα ποιῶν λάμπουσαν, λαμπράν, σαρκολαμπὴς [[μόρφωσις]] κυρίου Θ. Στουδ. 1777, ἔκδ. Mi.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Μ<br />αυτός που προσδίδει [[λάμψη]] στην [[σάρκα]] («σαρκολαμπὴς [[μόρφωσις]] κυρίου», Στουδ. Θεόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[λαμπής]] (<span style="color: red;"><</span> [[λάμπω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πυρι</i>-[[λαμπής]], <i>φωτο</i>-[[λαμπής]]].
}}
}}

Revision as of 12:27, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

σαρκολαμπής: -ές, ὁ τὴν σάρκα ποιῶν λάμπουσαν, λαμπράν, σαρκολαμπὴς μόρφωσις κυρίου Θ. Στουδ. 1777, ἔκδ. Mi.

Greek Monolingual

-ές, Μ
αυτός που προσδίδει λάμψη στην σάρκα («σαρκολαμπὴς μόρφωσις κυρίου», Στουδ. Θεόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -λαμπής (< λάμπω), πρβλ. πυρι-λαμπής, φωτο-λαμπής].