σαρκόθλασις: Difference between revisions

From LSJ
(6_10)
(36)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''σαρκόθλᾰσις''': ἡ, καὶ -θλασμα, τό, [[σύντριμμα]], [[θλάσμα]] τῆς σαρκός, Θεοφάν. Νόνν.· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 501.
|lstext='''σαρκόθλᾰσις''': ἡ, καὶ -θλασμα, τό, [[σύντριμμα]], [[θλάσμα]] τῆς σαρκός, Θεοφάν. Νόνν.· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 501.
}}
{{grml
|mltxt=-άσεως, ἡ, Μ<br />[[σύνθλιψη]] της σάρκας, [[μωλωπισμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> [[θλάσις]].
}}
}}

Latest revision as of 12:27, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 863] ἡ, = Folgd., s. Lob. Phryn. 501.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκόθλᾰσις: ἡ, καὶ -θλασμα, τό, σύντριμμα, θλάσμα τῆς σαρκός, Θεοφάν. Νόνν.· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 501.

Greek Monolingual

-άσεως, ἡ, Μ
σύνθλιψη της σάρκας, μωλωπισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + θλάσις.