σαρκόθλασμα: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
(b) |
(36) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0863.png Seite 863]] τό, Quetschung des Fleisches, Paul. Aeg. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0863.png Seite 863]] τό, Quetschung des Fleisches, Paul. Aeg. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-άσματος, τὸ, ΜΑ<br />[[σημάδι]] κακώσεως ή τραύματος ή μελανωπού πρηξίματος της εξωτερικής επιφάνειας του σώματος, το οποίο, [[συνήθως]], προκαλείται από [[σύνθλιψη]], δαρμό ή και [[πτώση]], [[μώλωπας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> [[θλάσμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A bruise of the flesh, Orib.Syn.7.14 tit., Paul.Aeg.4.30.
German (Pape)
[Seite 863] τό, Quetschung des Fleisches, Paul. Aeg.
Greek Monolingual
-άσματος, τὸ, ΜΑ
σημάδι κακώσεως ή τραύματος ή μελανωπού πρηξίματος της εξωτερικής επιφάνειας του σώματος, το οποίο, συνήθως, προκαλείται από σύνθλιψη, δαρμό ή και πτώση, μώλωπας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + θλάσμα.