σείσμα: Difference between revisions
From LSJ
(37) |
(No difference)
|
(37) |
(No difference)
|
το / σεῑσμα, ΝΜΑ, και σεῑσμαν Μ σείω
η σείση
νεοελλ.-μσν.
λίκνισμα, κούνημα του σώματος κατά το βάδισμα («στο σείσμα και στο λύγισμα», Ερωτόκρ.)
αρχ.
συν. στον πληθ. τὰ σείσματα
ψευδής κατηγορία για εκβιασμό.