σιρός: Difference between revisions
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
(Bailly1_4) |
(37) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> vase pour conserver le blé;<br /><b>2</b> silo ; <i>p. ext.</i> fosse, cave.<br />'''Étymologie:''' DELG terme techn. sans étym. | |btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> vase pour conserver le blé;<br /><b>2</b> silo ; <i>p. ext.</i> fosse, cave.<br />'''Étymologie:''' DELG terme techn. sans étym. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και σειρὸς Α<br />[[κοιλότητα]] στο [[έδαφος]], ή μεγάλο [[δοχείο]] ή [[κτίσμα]] για την [[αποθήκευση]] καρπών και, [[ιδίως]], σιτηρών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>τεχνολ.</b> [[αεροστεγής]] κυλινδρική ή πρισματική [[αποθήκη]] για την [[αποθήκευση]] και [[συντήρηση]] σιτηρών, χορτονομής, ριζών και βολβών, που διακρίνεται ανάλογα με τη [[χρήση]] της, το [[είδος]] τών φυλασσόμενων προϊόντων και τον τρόπο κατασκευής της, αλλ. [[σιλό]] (α. «[[σιρός]] σιτηρών» β. «[[σιρός]] χορτονομής» γ. «[[σιρός]] για ρίζες και βολβούς»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[λακκούβα]], [[παγίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ.]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A pit for keeping corn in, IG12.76.10, S.Fr.276, E.Fr.827, Anaxandr.41.28 (anap.), D.8.45, 10.16, PLond.2.216.11 (i A.D.). II pitfall, Longus 1.11. [ῐ, E.l.c., Anaxandr. l.c., Eratosth.35.4, ῑ in Xenoph.(?) 41 D.: later written σειρός, D.S.19.44, 2 Ep.Pet.2.4, PLeid.X.50 B. (iii/iv A.D.).]
German (Pape)
[Seite 884] ὁ, auch σειρός geschrieben, die Grube, bes. um Getreide darin aufzubewahren; Eur. Phrix. 4, ὀλυρῶν τῶν ἐν τοῖς Θρᾳκίοις σιροῖς, Dem. 8, 45, vgl. 10, 16; βολβῶν, Anaxandr. b. Ath. IV, 131 (v. 28); auch Wolfsgrube, lat. sirus. – [Eratosth. ep. 3 hat ι kurz, aber im gemeinen Leben nach Draco p. 81, 25 lang.]
Greek (Liddell-Scott)
σιρός: ὁ βόθρος ἢ δοχεῖον ἐν ᾧ τηρεῖται σῖτος, Εὐρ. Ἀποσπ. 824, Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 28, Δημ. 100 ἐν τέλ. ΙΙ. βόθρος, παγίς, Λατ. sirus, Λόγγ. 1. 11, Ἡσύχ. [ῐ Ἀναξανδρ. ἔνθ’ ἀνωτέρ., Ἀνθ. Π. παράρτημ. 25· ἀλλ’ ἐν τῇ κοινῇ γλώσσῃ ῑ, Δράκων σ. 81, ὅθεν ὁ τύπος σειρός].
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 vase pour conserver le blé;
2 silo ; p. ext. fosse, cave.
Étymologie: DELG terme techn. sans étym.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και σειρὸς Α
κοιλότητα στο έδαφος, ή μεγάλο δοχείο ή κτίσμα για την αποθήκευση καρπών και, ιδίως, σιτηρών
νεοελλ.
τεχνολ. αεροστεγής κυλινδρική ή πρισματική αποθήκη για την αποθήκευση και συντήρηση σιτηρών, χορτονομής, ριζών και βολβών, που διακρίνεται ανάλογα με τη χρήση της, το είδος τών φυλασσόμενων προϊόντων και τον τρόπο κατασκευής της, αλλ. σιλό (α. «σιρός σιτηρών» β. «σιρός χορτονομής» γ. «σιρός για ρίζες και βολβούς»)
αρχ.
λακκούβα, παγίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ.].