σιταρέμπορος: Difference between revisions
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(37) |
(No difference)
|
Revision as of 12:29, 29 September 2017
Greek Monolingual
και σταρέμπορος, ο, Ν
ο σιτέμπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιτάρι / στάρι + έμπορος (πρβλ. φρουτ-έμπορος)].