σίντης: Difference between revisions

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
(Autenrieth)
(37)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[ravening]]. (Il.)
|auten=[[ravening]]. (Il.)
}}
{{grml
|mltxt=και [[σίντις]] και σίντος, ὁ, ΜΑ [[σίνομαι]]<br />([[κυρίως]] για [[λιοντάρι]] ή λύκο και, μτφ., για τον διάβολο) αυτός που κατασπαράζει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έχιδνα]], [[οχιά]]<br /><b>2.</b> [[ληστής]], [[κακούργος]].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίντης Medium diacritics: σίντης Low diacritics: σίντης Capitals: ΣΙΝΤΗΣ
Transliteration A: síntēs Transliteration B: sintēs Transliteration C: sintis Beta Code: si/nths

English (LSJ)

ου, ὁ, (σίνομαι) poet. word,

   A = σίνις, ravening, of the lion, Il. 11.481, 20.165; of the wolf, 16.353: with a fem. Subst., σίνταο φάλαγγος Nic.Th.715.    2 Subst., = ἔχις, ib.623.    3 spoiler, thief, Opp.H.4.602, Cat.Cod.Astr.7.115.    4 hoopoe, Hsch. s.v. μακεσίκρανος (σιήτην cod.).

German (Pape)

[Seite 883] ὁ, der Räuberische, Reißende; Beiwort des Löwen u. des Wolfes, Il. 11, 481. 16, 353. 20, 165; auch von der Spinne, φάλαγξ, Nic. Th. 715.

Greek (Liddell-Scott)

σίντης: -ου, ὁ, (σίνομαι) ποιητ. λέξ., ὁ σπαράττων, διασχίζων, ἁρπακτικός, ἐπὶ τοῦ λέοντος, ὡς βραδύτερον τὸ σίνις. Ἰλ. Λ. 481, Υ. 165· ἐπὶ τοῦ λύκου, Π. 353· μετὰ θηλ. οὐσιαστ., σίνταο φάλαγγος Νικ. Θηρ. 715. 2) ὡς οὐσιαστ., = ἔχις, αὐτόθι 623· ὁ διαρπάζων, κλέπτης, Ὀππ. Ἁλ. 4. 602. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σίνται· κακοῦργοι». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 434.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
pillard, voleur, rapace.
Étymologie: σίνω.

English (Autenrieth)

ravening. (Il.)

Greek Monolingual

και σίντις και σίντος, ὁ, ΜΑ σίνομαι
(κυρίως για λιοντάρι ή λύκο και, μτφ., για τον διάβολο) αυτός που κατασπαράζει
αρχ.
1. έχιδνα, οχιά
2. ληστής, κακούργος.