σκέραφος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
(6_8)
(37)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκέρᾰφος''': ἢ [[σχέραφος]], τό, παρ’ Ἡσύχ., κλπ., [[ὅστις]] ἑρμηνεύει διὰ τοῦ «[[λοιδορία]], [[κακολογία]], [[βλασφημία]]», κτλ.
|lstext='''σκέρᾰφος''': ἢ [[σχέραφος]], τό, παρ’ Ἡσύχ., κλπ., [[ὅστις]] ἑρμηνεύει διὰ τοῦ «[[λοιδορία]], [[κακολογία]], [[βλασφημία]]», κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=και [[σχέραφος]] Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[λοιδορία]], [[βλασφημία]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται με το ρ. [[σκερβόλλω]] «[[σκώπτω]]» και εμφανίζει πιθ. υποκορ. [[επίθημα]] -<i>α</i>-<i>φος</i>, <b>πρβλ.</b> <i>κρότ</i>-<i>α</i>-<i>φος</i>. Παρλλ. απαντά και τ. [[κέραφος]] [[χωρίς]] αρκτικό <i>σ</i>- (<b>βλ.</b> και λ. [[σκερβόλλω]])].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 893] τό, att. σχέραφος, auch κέραφος, Hesych., kommt nur bei Gramm. vor, die es λοιδορία, βλασφημία erklären. Man vergleiche σκέρβολος.

Greek (Liddell-Scott)

σκέρᾰφος: ἢ σχέραφος, τό, παρ’ Ἡσύχ., κλπ., ὅστις ἑρμηνεύει διὰ τοῦ «λοιδορία, κακολογία, βλασφημία», κτλ.

Greek Monolingual

και σχέραφος Α
(κατά τον Ησύχ.) «λοιδορία, βλασφημία».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. σκερβόλλω «σκώπτω» και εμφανίζει πιθ. υποκορ. επίθημα -α-φος, πρβλ. κρότ-α-φος. Παρλλ. απαντά και τ. κέραφος χωρίς αρκτικό σ- (βλ. και λ. σκερβόλλω)].