σκιμβός: Difference between revisions

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
(c1)
(37)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0899.png Seite 899]] hinkend, hockend, kauernd, Hesych. Vgl. [[σκαμβός]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0899.png Seite 899]] hinkend, hockend, kauernd, Hesych. Vgl. [[σκαμβός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />[[χωλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων (<b>πρβλ.</b> [[σκαμβός]]). Αμφίβολη [[είναι]] η [[σύνδεση]] της λ. με το αρχ. νορβ. <i>skeifr</i> «[[λοξά]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[σκίψαι]])].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκιμβός Medium diacritics: σκιμβός Low diacritics: σκιμβός Capitals: ΣΚΙΜΒΟΣ
Transliteration A: skimbós Transliteration B: skimbos Transliteration C: skimvos Beta Code: skimbo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A halt, Hsch., cf. Sch.Ar.Nu.254.

German (Pape)

[Seite 899] hinkend, hockend, kauernd, Hesych. Vgl. σκαμβός.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
χωλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων (πρβλ. σκαμβός). Αμφίβολη είναι η σύνδεση της λ. με το αρχ. νορβ. skeifr «λοξά» (βλ. και λ. σκίψαι)].