σκορπιοκτόνον: Difference between revisions

37
(6_22)
(37)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκορπιοκτόνον''': τό, συνώνυμον τῷ [[ἡλιοτρόπιον]], παρὰ Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθ.) 4. 193.
|lstext='''σκορπιοκτόνον''': τό, συνώνυμον τῷ [[ἡλιοτρόπιον]], παρὰ Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθ.) 4. 193.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />το γνωστό με τη [[λόγια]] [[ονομασία]] [[φυτό]] ηλιοτρόπιον το μέγα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκορπιός]] «ακανθώδες [[φυτό]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>κτόνον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]])].
}}
}}