σκυτορράφος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick

Menander, Monostichoi, 263
(6_3)
(37)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκῡτορράφος''': [ᾰ], ὁ ([[ῥάπτω]]) [[ὑποδηματοποιός]], ὁ ἐργαζόμενος εἰς τὴν ῥαφὴν δερμάτων, Ὀρειβάσ. παρὰ Cocch. Χειρουργ. 161· -ῥημ. -ραφέω, Θεόδ. Μετοχ.
|lstext='''σκῡτορράφος''': [ᾰ], ὁ ([[ῥάπτω]]) [[ὑποδηματοποιός]], ὁ ἐργαζόμενος εἰς τὴν ῥαφὴν δερμάτων, Ὀρειβάσ. παρὰ Cocch. Χειρουργ. 161· -ῥημ. -ραφέω, Θεόδ. Μετοχ.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[υποδηματοποιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκῦτος]] «κατεργασμένο [[δέρμα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ρραφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥαφή]] <span style="color: red;"><</span> [[ῥάπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>μηχανο</i>-<i>ρράφος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῡτορράφος Medium diacritics: σκυτορράφος Low diacritics: σκυτορράφος Capitals: ΣΚΥΤΟΡΡΑΦΟΣ
Transliteration A: skytorráphos Transliteration B: skytorraphos Transliteration C: skytorrafos Beta Code: skutorra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, (ῥάπτω)

   A shoemaker or leather-worker, Orib.47.17.2.

Greek (Liddell-Scott)

σκῡτορράφος: [ᾰ], ὁ (ῥάπτω) ὑποδηματοποιός, ὁ ἐργαζόμενος εἰς τὴν ῥαφὴν δερμάτων, Ὀρειβάσ. παρὰ Cocch. Χειρουργ. 161· -ῥημ. -ραφέω, Θεόδ. Μετοχ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
υποδηματοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο δέρμα» + -ρραφος (< ῥαφή < ῥάπτω), πρβλ. μηχανο-ρράφος].