σουρωτήρι: Difference between revisions
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
(38) |
(No difference)
|
Revision as of 12:30, 29 September 2017
Greek Monolingual
το, Ν
1. τρυπητό, μαγειρικό σκεύος που χρησιμοποιείται για το στράγγισμα φαγητών ή άλλων παρασκευασμάτων
2. μτφ. (για πρόσ.) μέθυσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σουρώνω + επίθημα -τήρι (πρβλ. τρυπη-τήρι)].